Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

εὐπατέρειαν

См. также в других словарях:

  • εὐπατέρειαν — εὐπατέρεια daughter of a noble sire fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευπάτειρα — εὐπάτειρα και εὐπατέρεια, ἡ (ΑΜ) 1. (επιθ. τής Ελένης, τής Τυρώς και γεν. γυναικών) αυτή που κατάγεται από ευγενή πατέρα («Ἑλένην εὐπατέρειαν», Ομ. Ιλ.) 2. (για οίκους) αυτός που ανήκει σε οικογένεια ευγενών («ναίεις εὐπατέρειαν αὐλάν», Ευρ.).… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»