-
41 εὐπαθέες
-
42 ευπαθέσι
-
43 εὐπαθέσι
-
44 ευπαθέσιν
-
45 εὐπαθέσιν
-
46 ευπαθέστατος
-
47 εὐπαθέστατος
-
48 ευπαθέστερα
-
49 εὐπαθέστερα
-
50 ευπαθέστεραι
-
51 εὐπαθέστεραι
-
52 ευπαθέστεροι
-
53 εὐπαθέστεροι
-
54 ευπαθέστερος
-
55 εὐπαθέστερος
-
56 εὐκάκωτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐκάκωτος
-
57 εὐπάθεια
A comfort, ease, X.Ages.9.3; οὐ καρτερίαν τὴν ἀρετὴν ἀλλ' εὐ. νομίζειν ib.11.9, cf. Plu.2.132c: esp. in pl., enjoyments, luxuries, ἐν εὐπαθείῃσι εἶναι enjoy oneself, make merry, Hdt.1.22, 191, 8.99;εὐπαθείας ἐπιτηδεύειν Id.1.135
; also, delicacies, dainties, , cf. Pl.R. 404d.2 pl. in Stoic Philos., innocent emotions, opp. πάθη, Stoic.3.105,al.3 = τὸ εὖ πάσχειν, receipt of benefits, Arist.EN 1159a21.4 sensitiveness to impressions, Alex.Aphr.Pr.2.53; to disease, Gal.8.205, al.; passivity, Plu.2.589.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐπάθεια
-
58 εὐπάθητος
εὐπάθ-ητος, ον,A = εὐπαθής 11, Corp.Herm.10.10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐπάθητος
См. также в других словарях:
εὐπαθής — enjoying good things masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευπαθής — ές (ΑΜ εὐπαθής, ές) (για πρόσωπα) 1. αυτός που νοσεί εύκολα, αυτός που έχει λεπτή, τρυφερή σωματική κατασκευή 2. αυτός που υφίσταται εύκολα τις εξωτερικές επιδράσεις, που πάσχει ή ερεθίζεται εύκολα, ο ευερέθιστος νεοελλ. (για φυσικά όργανα ή… … Dictionary of Greek
ευπαθής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. αυτός που προσβάλλεται εύκολα, που αρρωσταίνει εύκολα, αλλ. ευαίσθητος. 2. για όργανα μέτρησης, αυτός που λειτουργεί με μεγάλη ακρίβεια: Ευπαθές μηχάνημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐπαθῆ — εὐπαθής enjoying good things neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) εὐπαθής enjoying good things masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) εὐπαθής enjoying good things masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπαθέστερον — εὐπαθής enjoying good things adverbial comp εὐπαθής enjoying good things masc acc comp sg εὐπαθής enjoying good things neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπαθεστέρων — εὐπαθής enjoying good things fem gen comp pl εὐπαθής enjoying good things masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπαθές — εὐπαθής enjoying good things masc/fem voc sg εὐπαθής enjoying good things neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπαθέστατα — εὐπαθής enjoying good things adverbial superl εὐπαθής enjoying good things neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπαθέστατον — εὐπαθής enjoying good things masc acc superl sg εὐπαθής enjoying good things neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπαθεστάτη — εὐπαθής enjoying good things fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπαθεστάτην — εὐπαθής enjoying good things fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)