Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

εὐπάλᾰμος

См. также в других словарях:

  • ευπάλαμος — εὐπάλαμος, ον (ΑΜ, Μ και εὐπάλαμνος, ον) 1. εφευρετικός, επινοητικός, πολυμήχανος (α. «εὐπάλαμον μέριμναν», Αισχύλ. β. «εὐπάλαμος ἔρως», Ορφ. ύμν. γ. «εὐπαλάμου σοφίης μνᾱμα», Ανθ. Παλ.) 2. ο έντεχνα κατασκευασμένος, ο έντεχνος («τέκτονες… …   Dictionary of Greek

  • Εὐπάλαμος — handy masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπάλαμος — handy masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπάλαμον — εὐπάλαμος handy masc/fem acc sg εὐπάλαμος handy neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐπαλάμοιο — Εὐπάλαμος handy masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπαλάμοιο — εὐπάλαμος handy masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐπαλάμοισι — Εὐπάλαμος handy masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπαλάμοισι — εὐπάλαμος handy masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐπαλάμου — Εὐπάλαμος handy masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπαλάμου — εὐπάλαμος handy masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐπαλάμους — Εὐπάλαμος handy masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»