-
1 Ευπάλαμος
-
2 Εὐπάλαμος
-
3 ευπάλαμος
-
4 εὐπάλαμος
-
5 ευπαλαμος
-
6 εὐπάλαμος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐπάλαμος
-
7 εὐπάλαμος
εὐ-πάλαμος, mit geschickter Hand, kunstreich, erfinderisch; kunstreich gearbeitet -
8 ευπάλαμον
-
9 εὐπάλαμον
-
10 Ευπαλάμοι'
-
11 Εὐπαλάμοι'
-
12 Ευπαλάμοιο
-
13 Εὐπαλάμοιο
-
14 Ευπαλάμοισι
-
15 Εὐπαλάμοισι
-
16 Ευπαλάμου
-
17 Εὐπαλάμου
-
18 Ευπαλάμους
-
19 Εὐπαλάμους
-
20 Ευπαλάμω
См. также в других словарях:
ευπάλαμος — εὐπάλαμος, ον (ΑΜ, Μ και εὐπάλαμνος, ον) 1. εφευρετικός, επινοητικός, πολυμήχανος (α. «εὐπάλαμον μέριμναν», Αισχύλ. β. «εὐπάλαμος ἔρως», Ορφ. ύμν. γ. «εὐπαλάμου σοφίης μνᾱμα», Ανθ. Παλ.) 2. ο έντεχνα κατασκευασμένος, ο έντεχνος («τέκτονες… … Dictionary of Greek
Εὐπάλαμος — handy masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπάλαμος — handy masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπάλαμον — εὐπάλαμος handy masc/fem acc sg εὐπάλαμος handy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εὐπαλάμοιο — Εὐπάλαμος handy masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπαλάμοιο — εὐπάλαμος handy masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εὐπαλάμοισι — Εὐπάλαμος handy masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπαλάμοισι — εὐπάλαμος handy masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εὐπαλάμου — Εὐπάλαμος handy masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπαλάμου — εὐπάλαμος handy masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εὐπαλάμους — Εὐπάλαμος handy masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)