-
1 Ευπαλάμου
-
2 Εὐπαλάμου
-
3 ευπαλάμου
-
4 εὐπαλάμου
См. также в других словарях:
Εὐπαλάμου — Εὐπάλαμος handy masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπαλάμου — εὐπάλαμος handy masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευπάλαμος — εὐπάλαμος, ον (ΑΜ, Μ και εὐπάλαμνος, ον) 1. εφευρετικός, επινοητικός, πολυμήχανος (α. «εὐπάλαμον μέριμναν», Αισχύλ. β. «εὐπάλαμος ἔρως», Ορφ. ύμν. γ. «εὐπαλάμου σοφίης μνᾱμα», Ανθ. Παλ.) 2. ο έντεχνα κατασκευασμένος, ο έντεχνος («τέκτονες… … Dictionary of Greek