-
1 εὐοργία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐοργία
-
2 εὐεργία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐεργία
См. также в других словарях:
ευοργία — εὐοργία, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἀπιστία» … Dictionary of Greek