-
1 ευνομήθησαν
-
2 εὐνομήθησαν
-
3 εὐ-νομέομαι
εὐ-νομέομαι, dep. pass., gute Gesetze u. Verfassung haben; οὕτω ἡ χώρη εὐνομήσεται Her. 1, 97; εὐνομήϑησαν 1, 65; ἡ Λακεδαίμων ἐκ παλαιτάτου εὐνομήϑη Thuc. 1, 18; εἰ μέλλει εὐνομήσεσϑαι ἡ πόλις Plat. Rep. II, 380 b; oft πόλις εὐνομουμένη, wie Dem. 24, 139; οἰκία πλουσία καὶ οὐκ εὐνομουμένη, nicht gut verwaltet, Aesch. 1, 171.
-
4 ευνομεομαι
иметь хорошие законы, управляться хорошими законами(ἥ Λακεδαίμων εὐνομήθη Thuc.; πόλις εὐνομουμένη Dem., Arst., Plut.)
οὕτω μεταβαλόντες εὐνομήθησαν Her. — в результате этих перемен (лакедомоняне) получили хорошие законы
См. также в других словарях:
εὐνομήθησαν — εὐνομέομαι have good laws aor ind pass 3rd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)