Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

εὐμενές

См. также в других словарях:

  • Εὐμενές — Εὐμενής well disposed masc/fem voc sg Εὐμενής well disposed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐμενές — εὐμενής well disposed masc/fem voc sg εὐμενής well disposed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευμενής — I (361; – 317 π.Χ.). Στρατηγός και φίλος του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Διακρίθηκε ως γραμματέας του Φιλίππου B’, αργότερα συνδέθηκε με φιλία και ανέλαβε την αρχιγραμματεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου και το έργο της σύνταξης των Βασιλικών Εφημερίδων. Μετά… …   Dictionary of Greek

  • εύνοια — η (ΑΜ εὔνοια, Α ιων. τ. εὐνοίη, ποιητ. τ. εὐνοΐη) ευνοϊκή διάθεση, ευμένεια, ευμενές ενδιαφέρον για κάποιον, υψηλή προστασία κάποιου από ευμενή διάθεση (α. «βεβαιότερος δ ὁ δράσας τὴν χάριν ὥστε ὀφειλομένην δι᾿ εὐνοιας ᾦ δέδωκε σῴζειν»… …   Dictionary of Greek

  • IOSAPHAT — gil. Asa, regnare coepit super Iudam Anno 4. Achabi, Regis Israel: h. e. A. M. 3120. A. C. N. 931. Annorum erat 30. cum regnare coepisset, et 25. Annis regnavit: pietatem coluit, partis Asae genuinam prolem se preaestittit. Classem paravit, quae… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κοινωνός — ο, η (AM κοινωνός, ὁ, ἡ) αυτός που παίρνει μέρος σε κάτι, μέτοχος, σύντροφος, συνέταιρος, συμμέτοχος νεοελλ. αυτός που έχει γνώση κάποιου πράγματος, που έχει εμπειρία πάνω σε κάτι, γνώστης, έμπειρος («τόν κατέστησε κοινωνό τής υποθέσεως») αρχ. 1 …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»