Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

πρᾱΰς

См. также в других словарях:

  • πραΰς — εῑα, ύ, Α (δωρ. τ.) βλ. πράος …   Dictionary of Greek

  • πραύς — πρᾱύς , πρᾶος Gött. Nachr. masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρᾳύς — πρᾱͅύς , πρᾶος Gött. Nachr. masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πράος — α, ο / πρᾱος, ον, ΝΜΑ, και πραΰς και ιων. τ. πρηΰς, εῑα, ΰ, Α 1. (για πρόσ. και μόνο στην αρχαία και για πράγματα, αισθήματα, πράξεις και λόγους) ήπιος, ήμερος, γλυκύς, μαλακός 2. αυτός που έχει ευγενείς τρόπους (α. «πρᾱος τὸ ἦθος», Πίνδ. β.… …   Dictionary of Greek

  • Sanftmut — Allegorische neoklassische Statue in der San Carlo al Corso Kirche in Mailand. Das Lamm an ihrer Seite ist das traditionelle Symbol der Sanftmut. Sanftmut ist ein menschliches Temperament. Sie galt als Tugend der Herrscher: So trug Friedrich II.… …   Deutsch Wikipedia

  • Anawim — Les Anawim sont les pauvres de Dieu . En hébreu, le singulier Anawah est utilisé par les prophètes (Sophonie, Amos), dans les Psaumes et par Marie dans le Magnificat : les pauvres de Dieu, c est à dire les « courbés », les petits,… …   Wikipédia en Français

  • θυμοειδής — ές (Α θυμοειδής, ές) 1. ορμητικός, ζωηρός 2. οξύθυμος 3. (στην πλατ. φιλοσ.) το ουδ. ως ουσ. το θυμοειδές το ένα από τα τρία επίπεδα τής ψυχής, σε αντιδιαστολή προς το επιθυμητικό και το λογιστικό αρχ. 1. (αντίθ. τού άθυμος) αναπτερωμένος,… …   Dictionary of Greek

  • πραΰγελως — ιων. τ. πρηΰγελως, ὁ, ἡ, Α αυτός που γελά με πραότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πραΰς / πρηΰς, αθέματη μορφή τού επιθ. πρᾶος* + γέλως «γέλιο» (πρβλ. κλαυσί γελως)] …   Dictionary of Greek

  • πραΰθυμος — ον, Α πράος, ήμερος στην καρδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πραΰς, αθέματη μορφή τού επιθ. πρᾶος + θυμός (πρβλ. βαρύ θυμος)] …   Dictionary of Greek

  • πραΰμητις — ήτιος, ὁ, ἡ, Α 1. πράος, ήσυχος 2. (ως προσωνυμία τής Ειλειθυίας) αυτή η οποία σκέφτεται με πραότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πραΰς, αθέματη μορφή τού επιθ. πρᾶος + μῆτις «σοφία, φρόνηση» (πρβλ. αισχρό μητις)] …   Dictionary of Greek

  • πραΰνους — και ιων. τ. πρηΰνους, ουν, και οος, οον, Α αυτός που έχει πράο νου, ήπια διάθεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < πραΰς / πρηΰς, αθέματη μορφή τού επιθ. πρᾶος + νοῦς] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»