-
1 εὐκράς
A = εὔκρατος, temperate, of even temperature,κρήνη εὐκρὰς πρὸς χειμῶνα καὶ θέρος Pl.Criti. 112d
; of climate, Thphr. HP7.1.4: metaph., ἔστιν οἷς βίος ὁ μικρὸς εὐκρὰς ἐγένεθ' E.Fr. 504; ἡδονή ib. 197.3 of persons, mixing readily with, οὐ πολλοῖς εὐ. AP12.105 (Asclep.). (, Poll.)------------------------------------A = εὐκέφαλος, Hsch. -
2 ευκράς
-
3 εὐκράς
-
4 εὐκραής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐκραής
-
5 ευκράσιν
-
6 εὐκρᾶσιν
-
7 ευκράτων
εὐκρά̱των, εὔκρατοςwell-tempered: masc /fem /neut gen plεὐκρά̱των, εὐκράςtemperate: masc /fem gen plεὐκρατόωtemper: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)εὐκρατόωtemper: imperf ind act 1st sg (doric aeolic) -
8 εὐκράτων
εὐκρά̱των, εὔκρατοςwell-tempered: masc /fem /neut gen plεὐκρά̱των, εὐκράςtemperate: masc /fem gen plεὐκρατόωtemper: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)εὐκρατόωtemper: imperf ind act 1st sg (doric aeolic) -
9 εὔκρατος
A well-tempered, temperate, E.Fr. 772;ἐγκέφαλος Democr.
ap. Thphr.Sens.56; ; ; ; of countries, D.S.1.10;τόποι Ath.Med.
ap. Orib.9.12.5 ([comp] Sup.);οἰκήσεις Plb.34.1.8
([comp] Comp.);οἶκος Aret.CA1.1
; of the temperate zone, Stoic.2.195, etc.; μεῖξις Chrysipp.ib.219; of liquids, tempered, lukewarm,ὕδωρ IG5(1).1390.108
([place name] Andania), cf. Gal.6.101, etc.; of wine, mixed for drinking, Arist.Pr. 874a28.2 metaph., temperate, mild, ;τὸ εὔ. τοῦ ἤθους M.Ant.1.15
;Κύπρις AP 6.208
(Antip.Thess.): in Astrol., of beneficent planetary in fluences, Gal.9.911.3 in Lit. Crit., εὔ. ἁρμονία, ἑρμηνεία, mixed style, D.H. Comp.21 (v.l. κοινή), Dem.3;συνθήκη ὀνομάτων Luc.Hist.Conscr. 46
.II of persons, εὔκρητοι πρὸς ἅπαντας (cf. εὐκράς (A) 3) Hp. Decent.3.III Adv. - τως temperately, ἀνδρείως καὶ εὐ. Phld.Herc. 1251.14; temperately, Gal.1.342.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὔκρατος
См. также в других словарях:
ευκράς — (I) εὐκράς, ᾱτος, ὁ, ἡ (Α) 1. (για θερμοκρασία, κλίμα κ.λπ.) εύκρατος, ήπιος («εὐηλίοις καὶ εὐκρᾱσι τόποις», Θεόφρ.) 2. μτφ. ήπιος, σεμνός («ἔστιν οἷς βίος ὁ μικρὸς εὐκράς ἐγένεθ », Ευρ.) 3. (για κρασί) ο αναμιγμένος καλά, ο συγκερασμένος με… … Dictionary of Greek
εὐκράς — εὐκρά̱ς , εὐκράς temperate masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκρᾶσιν — εὐκράς temperate masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακράχολος — ἀκράχολος, ον και ἀκρόχολος (Α) 1. αυτός που οργίζεται εύκολα, οξύθυμος, οργίλος 2. (για ζώα) άγριος 3. πολύ λυπημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η ετυμολόγηση τής λ. από τον τ. *ἀκρᾱτ χολος < *ἄκρᾱς (=άκρατος) + χολή, όπου το α΄ συνθ. θα μπορούσε να θεωρηθεί… … Dictionary of Greek
ευκραής — εὐκραής, ές (ΑΜ) (Α επίκ. τ. ἐϋκραής) μσν. (για ψυχή) αυτός που έχει σεμνότητα αρχ. 1. (για άνεμο) ήπιος, μέτριος, ελαφρός («εὐκραὴς ἀήρ», Θεόφρ.) 2. (για κλίμα) εύκρατος, μαλακός («εὐκραεῑς τόποι», Αριστοτ.) 3. (για έρωτα) σεμνός, μετρημένος.… … Dictionary of Greek
μπουκράς — μπουκράς, τὸ (Μ) κρασί αναμεμιγμένο με κανέλα, αμύγδαλα και άλλα μυρωδικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. ip(p)ocrasso, με σχηματισμό κατ αναλογίαν προς το εὐκράς*] … Dictionary of Greek
εὐκράτων — εὐκρά̱των , εὔκρατος well tempered masc/fem/neut gen pl εὐκρά̱των , εὐκράς temperate masc/fem gen pl εὐκρατόω temper imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) εὐκρατόω temper imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ИОАНН МОСХ — [греч. ὁ τοῦ Μόσχου [сын] Мосха, согласно свт. Фотию (Phot. Bibl. Cod. 199 // PG. 103. Col. 668), или Иоанн Евкратас (εὐκρατᾶς воздержный или от εὐκράς напиток, смешанный с перцем, тмином и анисом ср.: Theod. Stud. Ep. // PG. 99. Col. 1716B; нек… … Православная энциклопедия