-
1 ευθύνης
εὐθύ̱νης, εὔθυναsetting straight: fem gen sg (attic epic ionic)——————εὐθύ̱νῃς, εὔθυναsetting straight: fem dat pl (epic)εὐθύ̱νῃς, εὐθύνωguide straight: aor subj act 2nd sgεὐθύ̱νῃς, εὐθύνωguide straight: pres subj act 2nd sg -
2 εὐθῡνης
εὐθῡνης, ὁ, = εὔϑυνος, VLL. aus Lys.
-
3 ευθυνης
-
4 εὐθύνης
Βλ. λ. ευθύνης -
5 εὐθύνῃς
Βλ. λ. ευθύνης -
6 компания
η εταιρείαанонимная - ανώνυμη - (Α.Ε.)иностранная - αλλοδαπή -, ξένη -смешанная - см. совместная -- с неограниченной ответственностью - απεριόριστης ευθύνης, ομόρρυθμη -факторная - см. факторинговая -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > компания
-
7 общество
1. (совокупность людей, объединённых общими условиями жизни) η κοινωνία 2. (организация) о σύνδεσμος, ο σύλλογος, η εταιρείαакционерное - с ограниченной ответственностью η μετοχική εταιρεία περιορισμένης ευθύνης (Ε.Π.Ε.)классификационное - мор. о Νηογνώμων3. (круг людей, объединённых общностью чего-л.) η τάξη, ο κύκλος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > общество
-
8 εὔθυνα
A setting straight, correction, chastisement, Pl.Prt. 326e (pl.); calling to account, POxy.1203.9 (i A.D.), etc.II esp. at Athens, public examination of the conduct of officials, held on the expiration of their term of office (dist. fr. λόγος 'rendering of accounts',οὔτε χρήματα διαχειρίσας τῆς πόλεως δίδωμι λόγον αὐτῶν, οὔτε ἀρχὴν ἄρξας οὐδεμίαν εὐθύνας ὑπέχω αὐτῆς Lys.24.26
;λόγον διδόντων τῶν χρημάτων.. καὶ εὐθύνας διδόντων IG12.91.27
), used in sg. by Ar.V. 571, Lys.10.27, al.;ἡ εὔ. βλάβη τις δικαία ἐστίν Arist.Rh. 1411b20
: more freq. in pl., IGl.c., Ar.Eq. 825 (anap.), etc.; πρεσβείας εὔθυναι an account of one's embassage, D.19.82; [τῆς στρατηγίας] ἔμ' ἀπαιτεῖς εὐθύνας Id.18.245
; opp.εὐθύνας διδόναι Ar. Pax 1187
, And.1.90;ὑποσχεῖν Lys.30.3
; κατηγορεῖν [τινος] εἰς τὰς εὐ. Antipho6.43; τὰς εὐ. κατηγορεῖν, ἐπὶ τὰς εὐθύνας ἐλθεῖν, D.19.81, 2;εὔθυνάν τινι ἐμβαλέσθαι Arist.Ath.48.4
, cf. Decr.ib.39.6; εὐθύνας or εὔθυναν ὀφλεῖν to be convicted, or accused, of malversation, And. 1.73, Lys.10.27;κλοπῆς ἕνεκα Aeschin.3.10
; εὐθύνας ἀποφυγεῖν, διαφυγεῖν, to be acquitted thereof, Pl.Lg. 946d, 947e;τῆς εὐθύνης ἀπολύειν τινά Ar.V. 571
: metaph., τὰς εὐ. τὰς τοῦ βίου the accounts rendered of your life, Alex.262.8, cf. Ph.2.214, al. (On the accent see Hdn.Gr.1.257.37: the later form εὐθύνη, nom. pl. εὐθὺναι is sts. found in codd. of early writers, as Lys. 10.27, Pl.Prt. 326e, but shd. prob. be corrected.) -
9 εὔθῡνα
εὔθῡνα, ἡ, od. εὐϑύνη, Lys. 10, 27. 25, 30 (vgl. Arist. rhet. 3, 10), εὔϑυναν 11, 9, häufiger im plur. εὔϑυναι od. εὐϑῠναι, für erstere Betonung Theognost. Cram. An. 2 p. 106 u. die besseren mss., vgl. Schäs. appar. Dem. I, p. 229 ( εὐϑύνω); das richterliche Untersuchen, Prüfen, die Rechenschaft, die Jeder, der ein öffentliches Amt in Athen verwaltet hatte, innerhalb einer gewissen Zeit nach Niederlegung desselben ablegen mußte; αἱ εὔϑυναι τῶν ἀρχόντων Plat. Legg. XII, 945 d; oft bei den Rednern, τῆς στρατηγίας τινὰ ἀπαιτεῖν εὐϑύνας Dem. 18, 245; ἐν ταῖς εὐϑύναις κλοπῆς ἁλῶναι, bei der Prüfung der Rechenschaftsablegung des Betruges schuldig befunden werden, 24, 112; τὰ ὑπὲρ τούτων εὐϑύνας δικάζειν, über eine solche Rechenschaftsablegung entscheiden, 19, 132; ὑπέχειν, Rechenschaft ablegen, πρὶν τοῦτον ἀπαλλαγῆναι τῆς ἀρχῆς καὶ τῶν πεπραγμένων εὐϑύνας ὑποσχεῖν Lys. 30, 3; bei Dem. 19, 182 dem δίκην ὑπέχειν entsprechend; gew. εὐϑύνας διδόναι, 19, 2, was nachher λόγον δοῠναι τῶν πεπραγμένων heißt; Aesch. 2, 178; vgl. Ar. Pax 1187; Xen. Hell. 7, 4, 34; auch λόγον καὶ εὐϑύνας ἐγγράφειν πρὸς τὸν γραμματέα καὶ τοὺς λογιστάς, schriftliche Rechnung ablegen, Aesch. 3, 15; ἀποφυγεῖν τὰς εὐϑύνας, freigesprochen werden, wenn die Rechenschaft für zureichend erkannt wird, Plat. Legg. XII, 946 d; διαφυγεῖν 947 e; – κατηγορεῖν τὰς εὐϑύνας, auf Rechenschaftsablegung klagen, Dem. 19, 81; ἐπὶ τὰς εὐϑύνας ἔρχεσϑαι 19, 2. Uebh. Anklage, ἐν εὐϑύναις ἔστω τῶν κατηγορημάτων μεγίστων Plat. Legg. XI, 881 e; – εὐϑύνας ὀφείλειν, ὄφλειν, im Fall der Verurtheilung die Buße zahlen, schulden, Andoc. 1, 73; Lys. 10, 27; κλοπ ῆς ἕνεκα τὰς εὐϑύνας ὠφληκώς Aesch. 3, 10; dah. übh. Züchtigung, wie es Plat. Prot. 326 e erkl., ὄνομα τῇ κολάσει ταύτῃ ὡς εὐϑυνούσης τῆς δίκης εὔϑ υναι, Arist. rhet. 3, 10 ἡ εὔϑυνα βλάβη τις δικαία ἐστίν; so ist εὐϑύνης ἀπολύειν τινά Ar. Vesp. 571 zu nehmen, auch Sp. Vgl. übrigens Böckh's Staatsh. I S. 203 Meier u. Schömann att. Proceß S. 323 ff.
-
10 ευθυνα
εὔθυνα, εὐθύνηἥ (преимущ. pl. εὔθῡναι и εὐθῦναι)1) исправление, исправительное наказание(τῆς εὐθύνης ἀπολῦσαί τινα Arph.)
καὴ ὄνομα τῇ κολάσει ταύτῃ, ὡς εὐθυνούσης τῆς δίκης, εὐθῦναι Plat. — и имя этому наказанию, поскольку справедливость как бы выпрямляет, исправление2) (в Афинах, обязательный для должностных лиц по окончании ими срока службы) финансовый отчетный доклад, отчетεὐθύνας ( реже εὐθύνην) ἔχειν, ὑπέχειν Lys., Dem. или διδόναι Arph., Xen., Dem. — представлять, давать отчет, отчитываться;
εὐθύνας ἐγγράφειν Aeschin. — представлять письменный отчет;ἀπαιτεῖν τινα εὐθύνας τινός Dem. — требовать от кого-л. отчета в чем-л.;εὔθυναι τῆς πρεσβείας Dem. — отчет о результатах дипломатической миссии3) судебное преследование за должностные преступления (в связи с неудовлетворительным отчетом)(εὔθυναι τῶν ἀρχόντων Arst.)
τὰς εὐθύνας κατηγορεῖν или ἐπὴ τὰς εὐθύνας ἔρχεσθαι Dem. — объявлять отчет неудовлетворительным, т.е. обвинять в преступлениях по должности;εὐθύνας ὀφλεῖν Lys., Aeschin. — быть обвиняемым в должностных преступлениях; -
11 ευθυνη...
εὐθύνη...εὔθυνα, εὐθύνηἥ (преимущ. pl. εὔθῡναι и εὐθῦναι)1) исправление, исправительное наказание(τῆς εὐθύνης ἀπολῦσαί τινα Arph.)
καὴ ὄνομα τῇ κολάσει ταύτῃ, ὡς εὐθυνούσης τῆς δίκης, εὐθῦναι Plat. — и имя этому наказанию, поскольку справедливость как бы выпрямляет, исправление2) (в Афинах, обязательный для должностных лиц по окончании ими срока службы) финансовый отчетный доклад, отчетεὐθύνας ( реже εὐθύνην) ἔχειν, ὑπέχειν Lys., Dem. или διδόναι Arph., Xen., Dem. — представлять, давать отчет, отчитываться;
εὐθύνας ἐγγράφειν Aeschin. — представлять письменный отчет;ἀπαιτεῖν τινα εὐθύνας τινός Dem. — требовать от кого-л. отчета в чем-л.;εὔθυναι τῆς πρεσβείας Dem. — отчет о результатах дипломатической миссии3) судебное преследование за должностные преступления (в связи с неудовлетворительным отчетом)(εὔθυναι τῶν ἀρχόντων Arst.)
τὰς εὐθύνας κατηγορεῖν или ἐπὴ τὰς εὐθύνας ἔρχεσθαι Dem. — объявлять отчет неудовлетворительным, т.е. обвинять в преступлениях по должности;εὐθύνας ὀφλεῖν Lys., Aeschin. — быть обвиняемым в должностных преступлениях; -
12 перестраховка
перестрахо́в||каж1. ἡ ἀντασφάλεια, ἡ ἀντασφάλιση [-ις]·2. перен ὁ ὑπερβολικός φόβος εὐθύνης. -
13 чувство
чувствос в разн. знач. τό αίσθημα, ἡ αἰσθηση [-ίς], τό συναίσθημα, ἡ συ-ναίσθηση [-ις]:органы чувств τά αἰσθητήρια ὀργανα, τά ὀργανα τών αἰσθήσεων \чувство боли αίσθημα πόνου· \чувство гордости αίσθημα περηφάνειας· \чувство жалости τό αίσθημα οίκτου, ἡ συμπόνοια· \чувство собственного достоинства τό αίσθημα τής ἀξιοπρέπειας· \чувство ответственности αίσθημα εὐθύνης· \чувство долга ἡ συνείδηση τοῦ καθήκοντος· обман чувств ἡ ψευδαίσθηση[-ις]· лишиться чувств χάνω τίς αίσθήσεις μου, λιποθυμώ· привести в \чувство συνε-φέρνω· прийти в \чувство συνέρχομαι. -
14 αίσθημα
τό1) физиол, чувство, ощущение;αίσθημα του ψύχους — ощущение холода;
αίσθημα πόνου — чувство боли;
τό αίσθημα της ακοής — слух;
2) чувство, душевное состояние;αίσθημα χαράς (λύπης, φόβου) — чувство радости (горести, страха);
3) чувство, сознание;αίσθημα ευθύνης (περηφάνειας) — чувство ответственности (гордости);
τό αίσθημα της αξιοπρέπειας — чувство собственного достоинства;
4) чувство, любовь;μεταξύ τους ανεπτύχθη αίσθημα — они полюбили друг друга;
§ άνθρωπος με αισθήματα человек с душой -
15 απεκδύομαι
1) (με αιτιατ.) отковываться, отрекаться (от привычки и т. п.); бросить, оставлять (прежний образ мыслей и т. п.);2) (με γεν.) снимать с себя, переставать нести (ответственность и т. п.);απεκδύομαι πάσης ευθύνης — снимать с себя всякую ответственность;
3):απεκδύομαι εις... — браться (за что-л.);
απεκδύομαι εις τον αγώνα — вступить в борьбу
-
16 αποδύομαι
-
17 συναίσθημα
τό1) чувство, (ο)сознание;συναίσθημα ευθύνης — чувство ответственности;
πατριωτικό (θρησκευτικό) συναίσθημα — патриотическое (религиозное) чувство;
έχω το συναίσθημα πώς είμαι ασφαλής — я чувствую себя в полной безопасности;
2) чувство, ощущение;συναίσθημα χαράς (λύπης, μίσους) — чувство радости (печали, ненависти);
τό συναίσθημα της δυστυχίας — чувство горя;
καλαισθητικό συναίσθημα — чувство прекрасного;
3) чувство, эмоция, переживание;είναι όλος συναίσθημα — он очень эмоционален;
με παίρνει το συναίσθημα — поддаваться чувствам, эмоциям
-
18 συναίσθηση
[-ις (-εως)] η1) см. συναίσθημα 1; 2) (ο)сознание, понимание;συναίσθηση του καθήκοντος — сознание долга;
συναίσθηση της θέσεως μου — осознание своего положения;
δεν έχω συναίσθηση τού τί κάνω — я не сознаю, что я делаю;
έχω συναίσθηση τής ευθύνης — сознавать свою ответственность;
3) сознательность -
19 Ltd
( written abbreviation) (Limited (aused after the names of private (Limited Liability) companies).) εταιρεία περιορισμένης ευθύνης -
20 вменяемость
-и θ.επίγνωση της ευθύνης.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
εὐθύνης — εὐθύ̱νης , εὔθυνα setting straight fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθύνῃς — εὐθύ̱νῃς , εὔθυνα setting straight fem dat pl (epic) εὐθύ̱νῃς , εὐθύνω guide straight aor subj act 2nd sg εὐθύ̱νῃς , εὐθύνω guide straight pres subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλογισμός — (Νομ.). Η κρίση ότι ένα γεγονός το οποίο ενέχει στοιχεία αξιόποινου αδικήματος μπορεί να αποδοθεί σε ένα πρόσωπο, από την ενέργεια ή την παράλειψη του οποίου προήλθε. Γενικά, κάθε άνθρωπος που έχει συμπληρώσει το 12ο έτος της ηλικίας του… … Dictionary of Greek
εταιρεία — (Νομ.). Σύμφωνα με τον ελληνικό Aστικό Kώδικα (Α.Κ.) είναι μια ιδιότυπη αμφοτεροβαρής σύμβαση, με την οποία δύο ή περισσότερα πρόσωπα αναλαμβάνουν μεταξύ τους την υποχρέωση να επιδιώξουν ένα κοινό σκοπό, καταβάλλοντας ίσες –αν δεν έχει οριστεί… … Dictionary of Greek
υπεύθυνος — η, ο/ ὑπεύθυνος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός ο οποίος έχει την ευθύνη για κάτι, υπαίτιος (α. «ο κύριος υπεύθυνος τής οικονομικής αναστάτωσης» β. «τῆς ἀγνοίας ὑπεύθυνος», Λουκιαν. γ. «προσκλήσεώς ἐστιν ὑπεύθυνος», Δημοσθ.) 2. αυτός που έχει την ευθύνη, από… … Dictionary of Greek
αδικοπραξία ή αδικοπραγία — Η ανθρώπινη συμπεριφορά που αντίκειται στους σκοπούς της έννομης τάξης και απαγορεύεται από τον νόμο. Η α. είναι έννοια πλατύτερη από το αδίκημα, γιατί α. μπορεί να υπάρχει και χωρίς υπαίτια συμπεριφορά. Κάθε αστικό αδίκημα είναι α., κάθε όμως α … Dictionary of Greek
Γιβραλτάρ — I Έκταση: 6,5 τ. χλμ. Πληθυσμός: 27.714 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: ΓιβραλτάρΠεριοχή στην άκρη της νοτιοδυτικής Ευρώπης, που τελεί σε καθεστώς αποικίας της Μεγάλης Βρετανίας. Η συνολική έκτασή του είναι 6,5 τ. χλμ. και ο πληθυσμός 27.714 κάτ. (2002)… … Dictionary of Greek
διοικητικά συστήματα — Τα συστήματα οργάνωσης της κρατικής διοίκησης και κατ’ επέκταση της διοίκησης κάθε συλλογικού φορέα. Τα κύρια συστήματα διοικητικής οργάνωσης είναι δύο: το συγκεντρωτικό και το αποκεντρωτικό. Στο συγκεντρωτικό σύστημα, η εξουσία ενός διοικητικού… … Dictionary of Greek
επικοινωνία, μαζική — Όρος που προέρχεται από την αμερικανική έκφραση mass communication και υποδηλώνει τη χρήση των μέσων αναμετάδοσης και διάδοσης που διαθέτει η σύγχρονη τεχνολογία για την παροχή ειδήσεων και πληροφοριών κάθε είδους σε διαρκώς ευρύτερο κοινό.… … Dictionary of Greek
Limited liability partnership — A limited liability partnership (abbreviated as LLP) has elements of partnerships and corporations. In an LLP, all partners have a form of limited liability for each individual s protection within the partnership, similar to that of the… … Wikipedia
Types of business entity — Companies law Company … Wikipedia