-
1 ευθυπομπος
См. также в других словарях:
ευθυπομπός — εὐθυπομπός, όν (Α) αυτός που στέλνει, που οδηγεί κατευθείαν («εὐθυπομπὸς αἰών», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + πομπός < πέμπω] … Dictionary of Greek
1 ευθυπομπος
ευθυπομπός — εὐθυπομπός, όν (Α) αυτός που στέλνει, που οδηγεί κατευθείαν («εὐθυπομπὸς αἰών», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + πομπός < πέμπω] … Dictionary of Greek