-
1 εὐεργέτις
Aεὐ. ψυχή Pl.Lg. 896e
;ἀρετή Ph.2.164
:—also [suff] εὐεργέτ-ισσα, ἡ, Demitsas Μακεδ. No. 421 (Thessalonica, ii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐεργέτις
-
2 εὐεργέτεια
εὐεργέτ-εια, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐεργέτεια
-
3 εὐεργετέω
Aεὐηργέτουν X.Ap. 26
: [tense] aor.εὐηργέτησα Ar.Pl. 835
, v.l. in Din.1.16, butηὐεργέτησα Lys. 9.14
: [tense] pf. εὐηργέτηκα v.l. in Lycurg.140: [tense] pf. [voice] Pass.εὐηργέτημαι X. Mem.2.2.3
, SIG798.5 (Cyzicus, i A. D.), but Inscrr. and Pap. haveεὐεργέτηκα IG22.573
(iv B. C.),εὐεργέτημαι PLond.2.169.26
(i A. D.),εὐεργετήθην IG7.2808
(Hyettus, iii A. D.),ηὐεργετημένοι PTeb.326.16
(iii A. D.):— to be a benefactor, S.Ph. 670, IG22.786, etc.; [Ἰησοῦς] διῆλθεν -τῶν Act.Ap.10.38
.II c. acc. pers., do good services or show kindness to one,τοὺς θανόντας εἰ θέλεις εὐεργετεῖν A.Fr.266.1
, cf. Eu. 725, E. Ion 1540, Lys. l.c., etc.;ὁ νόμος βούλεται -τεῖν βίον ἀνθρώπων Democr.248
;εὐ. τὸν δῆμον IG22.791.25
, etc.;τὸν θεὸν εὐεργετηκότες SIG417.13
(Delph., iii B. C.): c. acc. cogn.,εὐ. τινὰ τὴν μεγίστην εὐεργεσίαν Pl.Ap. 36c
, cf. R. 615b; ὅ τι ἂν ἡμᾶς εὐεργετήσῃς ib. 345a; μεγάλως or μεγάλα εὐ., X.Cyr.8.2.10, 12: c. dat. rei, χρήμασιν εὐ. ib. 2:—[voice] Pass., have a kindness done one,εὐεργεσίαν εὐεργετηθείς Pl.Grg. 520c
;μείζω εὐηργετημένοι X.Mem.2.2.3
;καί τι εὐεργέτηται ὑπ' ἐμοῦ Pl.Cri. 43a
;ἀντὶ πολλῶν καὶ μεγάλων ὧν εὐεργετήθη παρὰ τοῦ θεοῦ IG7.2808
(Hyettus, iii A. D.);εὐεργετούμενος εἰς χρήματα Pl.Smp. 184b
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐεργετέω
-
4 εὐεργέτημα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐεργέτημα
-
5 εὐεργέτης
A benefactor, Pi.P.2.24, S.Ant. 284; τινι to one, Hdt.6.30, E.HF 1252: more commonly c. gen., , cf. Pl.Cra. 403e, etc.2 as an honorary title, εὐ. βασιλέος ἀνεγράφη was registered as the King's benefactor, Hdt.8.85, cf. 3.140; πρόξεινος καὶ εὐ. Id.8.136, cf. IG12.82, X.HG6.1.4, etc.;μέγιστος εὐ. παρ' ἐμοὶ ἀναγεγράψῃ Pl.Grg. 506c
, cf. Lys.20.19, etc.;οἱ ἐξουσιασταὶ αὐτῶν εὐ. καλοῦνται Ev.Luc.22.25
: conferred on kings and emperors, as Antigonus, Inscr.Prien.2.6 (iv B. C.); ὁ παντὸς κόσμου σωτὴρ καὶ εὐ, of Trajan, IG12(1).978 ([place name] Carpathos); σὺ ὁ εὐ., mode of address to a superior, POxy.38.13 (i A. D.), 486.27 (ii A. D.), etc.II as Adj., beneficent, bountiful,ἀνήρ Pi.O.2.94
, cf. P.4.30.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐεργέτης
-
6 εὐεργετητέον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐεργετητέον
-
7 εὐεργετητικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐεργετητικός
-
8 εὐεργετία
εὐεργετ-ία, ἡ,A = εὐεργεσία 11, Philol.71.39 (Delph., iii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐεργετία
-
9 εὐεργετικός
A productive of benefit, beneficent, ὠφέλιμα καὶ εὐ. Arist.Rh. 1388b12, cf. Phld.Piet.11, etc.; δόξα εὐ. a reputation for beneficence, Arist.Rh. 1361a28; ἀρετὴ δύναμις εὐ. πολλῶν καὶ μεγάλων ib. 1366a38: c. gen.pers.,φιλανθρωπία ἕξις εὐ. ἀνθρώπων Pl.Def. 412e
; τὸ εὐ. beneficence, D.S.1.25: [comp] Comp.,τὸ -ώτερον Hdn.6.9.8
; of persons, beneficent, bountiful, εὐεργετικὸν (v.l. - τητικὸν)εἶναι καλόν Arist.EN 1171b16
, etc.;εὐ. χρηστὸς φιλάνθρωπος Muson.Fr.8p.39H.
: [comp] Sup. - ώτατος, εἰς τοὺς Ἕλληνας Plb.7.8.6
. Adv. -κῶς, διακείμενος OGI90.11
(Rosetta, Ptol. V), cf. IG5(2).266.13 (Mantinea, i B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐεργετικός
См. также в других словарях:
ηγετικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ηγέτη ή στην ηγεσία 2. αυτός που προσιδιάζει, που αρμόζει σε ηγέτη ή που έχει προσόντα και ιδιότητες ηγέτη. επίρρ... ηγετικά και ώς με τρόπο που αρμόζει σε ηγέτη, με τρόπο ηγετικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηγέτης + … Dictionary of Greek
ναυκρατητικός — ναυκρατητικός, ή, όν (Α) αυτός που ταιριάζει σε νίκη τού ναυτικού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναυκράτης + κατάλ. ητικός (πρβλ. ευεργετ ητικός)] … Dictionary of Greek