-
1 εὐδαιμοσύνη
εὐδαιμ-οσύνη, ἡ,A = εὐδαιμονία, Archyt. ap. Stob.3.1.112, 114, Perict. ib.4.28.19, X.Eph.1.16.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐδαιμοσύνη
-
2 εὐδαίμων
A blessed with a good genius: hence, fortunate, τάων εὐδαίμων τε καὶ ὄλβιος happy in respect to them (the days), Hes.Op. 826;εὐ. καὶ ὄλβιος Thgn.1013
;εὐ. καὶ ὑμνητός Pi.P.10.22
: freq. in Trag., A.Pr. 647, Pers. 768, S.Ant. 582, etc.: c. gen. rei, happy in or on account of.., Hes. l.c.; εὐ. τοῦ τρόπου Pl.Phd. 58e; ironically, εὐ. εἶ, ὅτι οἴει .. Id.R. 422e; τὸ εὔδαιμον, = εὐδαιμονία, Th.2.43. Adv. -, Ar.Pl. 802, Arist.Pol. 1281a2, etc.: [comp] Comp. - έστερον, διάγοντες X.An.3.1.43
: [comp] Sup.,πόλις -έστατα διάξει Pl.Lg. 710b
.2 of outward prosperity, wealthy,οἱ εὐδαίμονες αὐτῶν Hdt.1.133
, cf. 196,5.8, Th.1.6, etc.;ἐν πολλοῖς χρήμασιν εὐδαίμονες ὄντες Lys.32.17
;οἱ πλούσιοι καὶ εὐ. Pl.R. 406c
;οἰκία μεγάλη τε καὶ εὐ. Id.Prt. 316b
;αἱ Ἀθῆναι μεγάλαι τε καὶ εὐδαίμονες Hdt.8.111
;Εὐβοίῃ, νήσῳ μεγάλῃ τε καὶ εὐ. Id.5.31
;Κυράνα Pi. P.4.276
, etc.; πόλις εὐ. Gorg.Fr. 10 D.; Ἀραβία εὐ. Peripl. MRubr.26; γῆ ἀρόσαι οὐκ εὐ. Philostr.Im.2.24; opp.εὐτυχής, ὄλβου δ' ἐπιρρυέντος εὐτυχέστερος ἄλλου γένοιτ' ἂν ἄλλος, εὐδαίμων δ' ἂν οὔ E.Med. 1230
.3 truly happy, ; ὁ εὖ ζῶν μακάριός τε καὶ εὐ. Id.R. 354a, cf. 580b ([comp] Sup.), Arist.EN 1098b21, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐδαίμων
-
3 κατευδαιμονίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατευδαιμονίζω
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий