Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

εὐδίνητον

См. также в других словарях:

  • εὐδίνητον — εὐδί̱νητον , εὐδίνητος easily turning masc/fem acc sg εὐδί̱νητον , εὐδίνητος easily turning neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευδίνητος — εὐδίνητος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που περιστρέφεται, που στροβιλίζεται εύκολα («τρύπανά τ εὐδίνητα») 2. ο στρογγυλευμένος καλά («ζυγὸν εὐδίνητον», Νόνν.) μσν. αυτός που εκστομίζει προσεγμένες, ωραίες εκφράσεις («ἅπαν γὰρ εὐδίνητον εὔλαλον στόμα»).… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»