-
1 εὐδιαῖος
εὐδιαῖος, ὁ, bei Plut. gymp. 7, 1, 2, nach Suid., ein Loch im Schiffsboden, zum Ablaufen des Wassers; vgl. Poll. 1, 92, wo εὐδίαιος steht. Nach Festus die Oeffnung in der Klystierspritze. Nach Hesych. = γυναικεῖον μόριον. – Dunkel ist τριγόλαν τὸν εὐδιαῖον Sophron. bei Ath. VII, 324 e.
-
2 εὐδίαιος
II [full] εὐδίαιον, τό, the end of a clyster-pipe, Paul. ex Fest.p.69 L.;εὔδιον Poll.4.181
.2 = γυναικεῖον μόριον, Hsch.3 = πρωκτός, Id.III as Adj., εὐδιαῖος, α, ον, caught in fair weather,τριγόλας Sophr.67
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐδίαιος
-
3 ευδιαιος
ὁ отверстие для спуска трюмной воды Plut. -
4 εὐδιαῖος
εὐδιαῖος, ὁ, ein Loch im Schiffsboden, zum Ablaufen des Wassers; die Öffnung in der Klystierspritze -
5 χείμαρος
-
6 χίμαρος
χίμαρος, ὁ, = χείμαρος, χείμαῤῥος, 1) Waldstrom, Gießbach. – 2) die weibliche Schaam. – Auch = χείμαρος, εὐδιαῖος, VLL.
-
7 шпигат
-а α. (ναυτ.) ευδίαιος, μπούνι (οπή εκροής των νερών στα πλάγια του καταστρώματος). -
8 εὔδιον
-
9 εὐδία
εὐδία, - ίηGrammatical information: f.Meaning: `beautiful, bright wheather, calm (of wind), quiet (of the sea)' (Pi., Trag., Ion.-Att.).Derivatives: εὐδιᾱνός `calm, bringing rest', of φάρμακον (Pi. O. 9, 97); εὐδίαιος of the fish-name τριγόλας (Sophr. 67), `catched in beautiful weather'(?) with εὐδιαίτερος (X.); as subst. m. `outlet in the bottom of a ship' (Plu., Poll.); εὐδιεινός `bright, calm, quiet' (Hp. Aph. 3, 12 v. l. beside εὔδιος, Pl. Lg. 919a, X. Kyn. 5, 9, Arist.; after φαεινός, ἀλεεινός); εὔδιος `id.' (Hp., hell. ; to εὐδία after αἰθρία: αἴθριος). Denomin. verbs εὐδιάω `be quiet, calm', of the sea and weather (A. R., Arat.; only ptc. εὐδιόων); εὐδιάζω `calm down, be quiet' ([Pl.] Ax. 370d, Ph.).Etymology: Compound (collective bahuvrihi) of εὖ and the zero grade of an old word for `day, heaven' (s. Ζεύς), εὐ-δίϜ-ᾱ; cf. ἑκατόμ-β(Ϝ)-ᾱ, μεσό-δμ-η. An old counterpart is Skt. su-dív- `bringing a beautiful day' with su-div-á-m n. `id.'. - Sommer Nominalkomp. 73ff..Page in Frisk: 1,585Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > εὐδία
См. также в других словарях:
ευδίαιος — ο (Α εὐδίαιος και εὐδιαῑος) νεοελλ. πληθ. οι ευδίαιοι α) οι κυκλικές ή ελλειψοειδείς οπές για την εκροή τών υδάτων από το κατάστρωμα πλοίου στη θάλασσα, τα μπούνια β) οι σωλήνες αποχετεύσεως που προεκτείνουν αυτές τις οπές αρχ. 1. διαμπερής οπή… … Dictionary of Greek
χείμαρος — ο, ΝΑ νεοελλ. ναυτ. οπή στο κύτος λέμβου κατάλληλη για την εκροή νερού, όταν αυτή ανασύρεται από τη θάλασσα, κν. τρύπα τού νερού αρχ. πάσσαλος στερεωμένος στον πυθμένα πλοίου, τον οποίο αφαιρούσαν, όταν έβγαζαν το πλοίο στην ξηρά, προκειμένου να… … Dictionary of Greek
ευδίαιον — εὐδίαιον και εὔδιον, τὸ (Α) [ευδίαιος] 1. η άκρη, το ρύγχος τού κλύσματος 2. το γυναικείο αιδοίο 3. ο πρωκτός … Dictionary of Greek
ευδιαίτερος — εὐδιαίτερος, α, ον (Α) συγκριτ. τού εύδιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Συγκριτ. βαθμός τού εύδιος* (< ευδία) υπό την επίδραση τού ευδίαιος*] … Dictionary of Greek