-
1 αἴθριος
αἴθριος, ον, heiter, mit heiterem Himmel, von Winden, H. H. Ap. 433; Arist. Meteor. 2; ἀὴρ καϑαρὸς καὶ αἴϑριος Paus. 10, 10, 3; Ζεὺς αἴϑριος, entgegengesetzt Ζεὺς ὕει. Theocr. 4, 43. Dah. kalt, πἀγος, Eis, Soph. frg.; πάγων αἴϑρια βέλη Ant. 355; αἴϑρια στέφη Cratin. bei Hes., τὰ ἐξ Ὑπερβορέων κομιζόμενα. – Bei Ios. u. Sp. τὸ αἴϑριον, = atrium der Römer.
-
2 αίθριος
-
3 αἴθριος
-
4 αιθριος
-
5 αἴθριος
αἴθριος, ον,A clear, bright, of weather,αἰθρίου ἐόντος τοῦ ἠέρος Hdt. 2.25
; αἴ. πάγος clear frost, S.Fr. 149; f.l. in Ant. 357.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἴθριος
-
6 αἴθριος
αἴθριος, heiter, mit heiterem Himmel, von Winden = atrium der Römer -
7 αίθριος
α, ο [ία, ον]1) ясный, безоблачный; 2) перен. ясный, светлый;αίθριος νούς — ясный ум;
3) перен. тихий, безмятежный -
8 αίθριος
heiter [beschwingt] -
9 αίθριος
[этриос] εκ. ясный, безоблачный.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αίθριος
-
10 αἴθριος
-ος,-ον + A 0-0-0-1-1=2 Jb 2,9c; 1 Ezr 9,11kept in the open air (of pers.) -
11 αίθριος
[этриос] επ ясный, безоблачный. -
12 αίθριος
ведарГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > αίθριος
-
13 αίθριος
aydınlık, berrak, bulutsuz -
14 αίθριος
beau -
15 αίθριος
1) cienki przym.2) piękny przym. -
16 αίθριος
1) hezký2) krásný3) pěkný4) ušlechtilý -
17 αίθριος
fineΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αίθριος
-
18 φιλ-αίθριος
φιλ-αίθριος, die Heitere liebend, Sp.
-
19 δυς-αίθριος
δυς-αίθριος, nicht heiter, trüb, ὄρφνη, Eur. Heracl. 806.
-
20 ἀλεξ-αίθριος
ἀλεξ-αίθριος, Soph. frg. 120, die Kälte abwehrend.
См. также в других словарях:
αἴθριος — clear masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αίθριος — ια, ιο (Α αἴθριος, ία, ιον) 1. (για τον ουρανό και τον καιρό) καθαρός, ανέφελος, λαμπρός 2. το ουδ. ως ουσ. βλ. λ. αίθριο, το αρχ. 1. αυτός που προκαλεί την αιθρία λέγεται για τους ανέμους και κυρίως για τον βοριά 2. ως επίθ. τού Διός 3. διάφανος … Dictionary of Greek
αίθριος — α, ο ανέφελος, ξάστερος, καθαρός: Ο ουρανός χθες ήταν αίθριος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αἰθριώτερον — αἴθριος clear masc acc comp sg αἴθριος clear neut nom/voc/acc comp sg αἴθριος clear adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθριώτατον — αἴθριος clear masc acc superl sg αἴθριος clear neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθριώτατοι — αἴθριος clear masc nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθριώτατος — αἴθριος clear masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθρίους — αἴθριος clear masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἴθριοι — αἴθριος clear masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιθρία — Η ουρανοφάνεια που διαρκεί επί τουλάχιστον δύο ώρες και δημιουργείται από την απότομη μείωση της νέφωσης από το μέγιστο σημείο (10) της νεφικής κλίμακας (ουρανός νεφοσκεπής) στο σημείο 3 ή και χαμηλότερα (ουρανός καλυμμένος κατά το 1/4 ή και… … Dictionary of Greek
σερενάτα — (serenata). Σύνθεση για τραγούδι και όργανα με την οποία, από τα τέλη του 17ου αι., τιμούνταν διάφορα πρόσωπα με την ευκαιρία εορταστικών εκδηλώσεων. Με την έννοια αυτή η σ. πήρε πολλές φορές την ευρύτητα του ορατόριου και της καντάτας. Αργότερα… … Dictionary of Greek