-
1 ευγενείας
εὐγενείᾱς, εὐγένειαnobility of birth: fem acc plεὐγενείᾱς, εὐγένειαnobility of birth: fem gen sg (attic doric aeolic) -
2 εὐγενείας
εὐγενείᾱς, εὐγένειαnobility of birth: fem acc plεὐγενείᾱς, εὐγένειαnobility of birth: fem gen sg (attic doric aeolic) -
3 καταισχύνω
A :—dishonour, put to shame,μή τι καταισχύνειν πατέρων γένος Od.24.508
;καταισχύνητέ τε δαῖτα 16.293
;τὰ πρόσθε ἐργασμένα Hdt.7.53
, cf. A.Supp. 996, D.18.101, etc.; τὴν σὴν οὐ κ. φύσιν I put not thy nature to shame, i.e. show myself not unworthy of thee, S.El. 609;κ. τὸ Τρωϊκὸν κλέος E.Hel. 845
;τὸ γένος οὐ καταισχυνῶ Ar.Av. 1451
;κ. τὴν πατρίδα Id.Nu. 1220
;τοὺς προγόνους Pl.La. 187a
;ὑποσχέσεις Id.Smp. 183e
;τὰς εὐγενείας ταῖς αὑτῶν.. κακίαις Isoc.7.76
, etc.3 ὁ μέλλων Χρόνος ἐμὸν καταίσχυνε.. Χρέος covered me with dishonour in that my debt remained unpaid, Pi.O.10(11).8.4 = καταχέζειν, Χαίτην Babr. 82.8.II [voice] Med., feel shame before, , cf. OT 1424: —[tense] aor. [voice] Pass.,καταισχυνθέντες τὴν ἀρετὴν αὐτῶν Isoc.4.97
: c. inf., to be ashamed to..,ἰητρεύειν Hp.Art.42
; καταισχυνθῆναι.. ὅπως μὴ δόξει.. to be ashamed of being thought.., Th.6.13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταισχύνω
-
4 περιαρτάω
A hang round or on, ἐρινὰ [ταῖς συκαῖς] Poll.1.242;χρυσὸν τοῖς δακτύλοις Max.Tyr.36.2
:—[voice] Pass., of persons, πήραν περιηρτημένος having it hung round one, S.E.M.2.105;τὸ σύμβολον τῆς εὐγενείας -ηρτημένος τῷ ὑποδήματι Philostr.VS2.1.8
; of things, to be hung round,τῷ τραχήλῳ Plu.Per.38
, cf. Poll.5.101.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιαρτάω
-
5 περικρατέω
2 lord it over,Ἑλλάδος Σφίγγα περικρατοῦσαν Carm.Pop.46.24
, cf. Iamb. ap. Simp.in Cat. 375.17; preuail over,ἐχθρῶν Ph.2.383
; controi,π. τῶν παθῶν ὁ λογισμός LXX 4 Ma.1.9
;ἄνθρωποι π. πάντων J.AJ11.3.4
; προσώπου, of an actor, Simp.in Epict.p.125 D.; master with the mind,θεωρημάτων Ph.1.105
, cf. PGnom.Praef. (ii A. D.), Theol.Ar.59: abs., v.l. in Plu.2.526f:— [voice] Pass., to be mastered, cured, of a disease, Archig. ap. Aët.9.40.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περικρατέω
-
6 τητάομαι
A to be in want,σὺ δὲ τητᾷ Hes.Op. 408
; τὸ τητᾶσθαι privation, S.El. 265; τητῶνται shd. be read for ἡττῶνται (or ἀπατῶνται ) in X.Cyr.8.4.33.2 elsewh. always c. gen., to be in want of, be deprived or bereft of,φίλων τατώμενος Pi.N.10.78
, cf. E.Hel. 274; [ἀνδρός], πατρός, νυμφίων, S.OC 1618, E.Heracl.24, Hec. 324;τῶν ἐμῶν τ. πρὸς τοῦ κακίστου S.Ph. 383
;ἀδέρκτων ὀμμάτων Id.OC 1200
;Ἑλλάδος τητώμενοι E.Heracl.31
; χορῶν τ. Id.El. 310;χαρμάτων τητώμεθα Id.Or. 1084
;ῥυθμοῦ τε καὶ ἁρμονίας Pl.Lg. 810b
; ;ἔργου Jul.Or.4.134c
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τητάομαι
-
7 ἔναυσμα
A spark: metaph., Max.Tyr.11.8; ζῳοῖσιν ἔ. that which gives life to animals, Orph.H.11.16; ἡ φύσις τοῖς σώμασιν ἐντίθησιν τῆς οἰκείας ἰδιότητος ἔ. Procl.in Cra.p.30P., cf. Iamb.Protr. 21.ιζ.2 metaph., spark, glimmer, Plb.9.28.8, Plu.Flam.11 (Pl.);ἐναύσματα εὐγενείας Ph.2.437
: pl., slight indications of a testator's wishes, Just.Nov. 107 Pr.3 stimulus, incentive, τῶν ἀρετῶν ἐ. D.S. 10 Fr.11.2 (pl.);τοιαῦτα ἔχων ἐ. ἐς βασιλείας ἐπιθυμίαν Hdn.2.15.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔναυσμα
См. также в других словарях:
εὐγενείας — εὐγενείᾱς , εὐγένεια nobility of birth fem acc pl εὐγενείᾱς , εὐγένεια nobility of birth fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
благородиѥ — БЛАГОРОДИ|Ѥ (18), ˫А с. Знатность, благородное происхождение: всѣмъ бо едино даровалъ ѥсть. бл҃городиѥ. всѣхъ равно спо(д)бивъ нарицати оц҃а то(г). КР 1284, 14б; ѡц҃а нарекъ б҃а и ѡц҃а обща праведно оубо тако показа житиѥ. ˫ако да не бл҃городию… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
εραλδική — Ο κλάδος της ιστορίας που ασχολείται με τη μελέτη των οικοσήμων. Η χρήση των οικοσήμων ως διακριτικών εμβλημάτων ομάδων, στρατιωτών, κρατών κλπ. έχει πανάρχαια προέλευση. Πληροφορίες γι’ αυτή βρίσκουμε στους ιστορικούς και γεωγράφους της αρχαίας… … Dictionary of Greek
γκάουτσο — (gaucho).Λέξη άγνωστης προέλευσης με την οποία χαρακτηρίζονται οι άνθρωποι των πάμπα,των απέραντων πεδιάδων της Νότιας Αμερικής. Απόγονος των Ισπανών που κατέκτησαν και αποίκισαν αυτές τις περιοχές, ο γ. συχνά προερχόταν από επιμειξίες με τους… … Dictionary of Greek
κόμης — Τίτλος ευγενείας, ανάμεσα στον βαρόνο και στον μαρκήσιο, τον οποίο φέρουν οι κληρονόμοι των παλιών τιτλούχων. Σε πολλές χώρες τείνει να καταργηθεί, αλλά διατηρείται ακόμη στο Ηνωμένο Βασίλειο. Σήμερα, μάλιστα, απονέμεται σε πρόσωπα της υψηλής… … Dictionary of Greek
λόρδος — (lord). Τίτλος ευγενείας. Στη Μεγάλη Βρετανία ο τίτλος αναφέρεται γενικά σε πρίγκιπα ή μονάρχη, καθώς και σε φεουδάρχη ανώτερης βαθμίδας, ο οποίος υπάγεται άμεσα στην εξουσία του βασιλιά. Αφορά τους κληρονόμους του τίτλου, οι οποίοι δικαιούνται… … Dictionary of Greek
μπέης — Τουρκικός τίτλος ευγένειας. Τον απένεμαν σε ανώτερους αξιωματικούς, σε επίσημους ξένους και στα παιδιά των πασάδων. Παλιότερα ο β. ταυτιζόταν με τον υποτελή ηγεμόνα και ο τίτλος δινόταν κυρίως στους χριστιανούς ηγεμόνες, οι οποίοι διορίζονταν από … Dictionary of Greek
βαρόνος — Τίτλος ευγενείας. Ο όρος προήλθε από την κελτική ή γερμανική λέξη baro, που σημαίνει άνθρωπος. Στα φιλολογικά κείμενα και τα ποιητικά έργα του 12ου και 13ου αι., ο τίτλος υπάρχει και αποδίδεται στους ανδρείους, τους ισχυρούς, τους άγιους και στον … Dictionary of Greek
ευγενείς — Στο αρχαϊκό στάδιο της ανθρώπινης ιστορίας, ε. χαρακτηρίζονταν όσοι ξεχώριζαν για τη φυσική ρώμη τους και την πολεμική ικανότητά τους. Είναι σχετικά αξιοσημείωτο ότι σχεδόν σε όλους τους λαούς εκείνης της περιόδου συναντάται η πίστη τόσο στη… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… … Dictionary of Greek