-
1 ευβοσία
εὐβοσίᾱ, εὐβοσίαgood pasture: fem nom /voc /acc dualεὐβοσίᾱ, εὐβοσίαgood pasture: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————εὐβοσίᾱͅ, εὐβοσίαgood pasture: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 εὐβοσία
εὐβοσία, ἡ,4 abundance, plenty,ἐν εὐ. ὑπάρχειν Inscr.Prien.108.48
(ii B. C.);ἔθυον -βοσίαν γενέσθαι St.Byz.
s.v. Ἀζανοί; ἵνα ὁ δῆμος ἐν εὐβοσίᾳ διαγένηται Supp.Epigr.1.366.49 (Samos, iii B.C.);ἐξ ἁλός AP11.199
(Leon.).II divinity worshipped in Asia Minor, Zeitschr.f. Numism.7.223 (coin of Hierapolis); Σεβαστὴ Εὐ., of a deified Empress, IGRom.4.654 ([place name] Acmonia): also spelt Εὐποσία (q. v.):—hence [full] Εὐβοσιάρχης, ου, ὁ, official title (like Εὐθηνιάρχης), Papers of Amer. School 3 No.317; cf. Εὐποσιάρχης.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐβοσία
-
3 ευβοσια
ἥ1) хорошие пастбища, тучные выгоны(πολλέν εὐβοσίαν ἔχειν Arst.)
2) изобилие(τροφῆς Arst.)
3) обильное питание(σώματος Arst.; ἐξ ἁλός Anth.)
-
4 εὐβοσία
Βλ. λ. ευβοσία -
5 εὐβοσίᾳ
Βλ. λ. ευβοσία -
6 εὐβοσία
εὐ-βοσία, ἡ, gute Weide; Fruchtbarkeit, Ergibigkeit des Landes; übh. gute, reichliche Nahrung -
7 ευβοσίαν
-
8 εὐβοσίαν
-
9 εὐ-φυΐα
εὐ-φυΐα, ἡ, der schöne Wuchs, Hippocr.; τοῦ πλατάνου Luc.; καὶ ὥρα Plut. Sol. 1; ὄρϑιον ὑπόδημα δείκνυσι ποδὸς εὐφυΐαν Amator. 21; von der guten Lage eines Ortes, dem günstigen Terrain, Pol. 2, 68, 5; χώρας εὐβοσία καὶ εὐφ. vrbdt Theophr. – Gew. übertr. auf den Geist, gute Anlagen, Talent, vgl. bes. Arist. Eth. Nic. 3, 7 u. Plat. defin. 413 d; ε ὐφυΐα τάχος μαϑήσεως, öfter bei Plut. u. a. Sp, wie D. Sic. 1, 97 διὰ τὴν εὐφυΐαν ἀξιωϑεὶς μεγάλης δόξης.
-
10 ευβοσίην
-
11 εὐβοσίην
-
12 ευβοσίης
-
13 εὐβοσίης
См. также в других словарях:
εὐβοσία — εὐβοσίᾱ , εὐβοσία good pasture fem nom/voc/acc dual εὐβοσίᾱ , εὐβοσία good pasture fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευβοσία — εὐβοσία, ἡ (Α) 1. η καλή βοσκή («ἡ χώρα ἔχει πολλὴν εὐβοσίαν», Αριστοτ.) 2. αποδοτική καλλιέργεια 3. καλή φυσική κατάσταση («εὐβοσία τοῡ σώματος», Αριστοτ.) 4. αφθονία 5. ως κύριο όν. Ευβοσία θεότητα που λατρευόταν στη Μικρά Ασία. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
εὐβοσίᾳ — εὐβοσίᾱͅ , εὐβοσία good pasture fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐβοσίαν — εὐβοσίᾱν , εὐβοσία good pasture fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐβοσίην — εὐβοσία good pasture fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐβοσίης — εὐβοσία good pasture fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευποσία — εὐποσία, ή (ΑΜ) μσν. κρασοκατάνυξη αρχ. 1. ευκαρπία, αφθονία 2. (ως προσωποποίηση) η θεά Εὐβοσία ή Εὐποσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ποσία (< πότης), πρβλ. οινο ποσία] … Dictionary of Greek