Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

εὐβοσίαν

См. также в других словарях:

  • εὐβοσίαν — εὐβοσίᾱν , εὐβοσία good pasture fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευβοσία — εὐβοσία, ἡ (Α) 1. η καλή βοσκή («ἡ χώρα ἔχει πολλὴν εὐβοσίαν», Αριστοτ.) 2. αποδοτική καλλιέργεια 3. καλή φυσική κατάσταση («εὐβοσία τοῡ σώματος», Αριστοτ.) 4. αφθονία 5. ως κύριο όν. Ευβοσία θεότητα που λατρευόταν στη Μικρά Ασία. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»