-
1 ευβοσίαν
-
2 εὐβοσίαν
-
3 ευβοσια
ἥ1) хорошие пастбища, тучные выгоны(πολλέν εὐβοσίαν ἔχειν Arst.)
2) изобилие(τροφῆς Arst.)
3) обильное питание(σώματος Arst.; ἐξ ἁλός Anth.)
См. также в других словарях:
εὐβοσίαν — εὐβοσίᾱν , εὐβοσία good pasture fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευβοσία — εὐβοσία, ἡ (Α) 1. η καλή βοσκή («ἡ χώρα ἔχει πολλὴν εὐβοσίαν», Αριστοτ.) 2. αποδοτική καλλιέργεια 3. καλή φυσική κατάσταση («εὐβοσία τοῡ σώματος», Αριστοτ.) 4. αφθονία 5. ως κύριο όν. Ευβοσία θεότητα που λατρευόταν στη Μικρά Ασία. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek