-
1 εὐασμός
εὐασμός, ὁ, das Euarufen, bacchantischer Jubelruf, übh. Jubelgeschrei, z. B. bei dem eleusinischen Feste, Hermesian. bei Ath. XIII, 597 d; βοὴ ὄχλου μετὰ εὐασμῶν καὶ πηδήσεων σατυρικῶν Plut. Anton. 75; von der Ovation, Marcell. 22.
-
2 εὐασμός
εὐασμός, ὁ, das Euarufen, bacchantischer Jubelruf, übh. Jubelgeschrei, z. B. bei dem eleusinischen Feste; von der Ovation -
3 Σαβασμός
См. также в других словарях:
ευασμός — εὐασμός, ὁ (Α) [ευάζω] η κραυγή ευαί, κραυγή ενθουσιασμού και ευθυμίας (για τα Ελευσίνια Μυστήρια) («φερούσας δὲ τὰ μέρη περὶ τὸ ἱερὸν μετ εὐασμοῡ», Στράβ.) … Dictionary of Greek
εὐασμοῖς — εὐασμός the cry of masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐασμοῦ — εὐασμός the cry of masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐασμῶν — εὐασμός the cry of masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐασμόν — εὐασμός the cry of masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευάζω — εὐάζω και εὐιάζω (Α) κραυγάζω, βοώ «εὐαί» προς τιμήν τού Βάκχου και το μέσ. εὐάζομαι με την ίδια ενεργ. διάθ. («Βάκχιον εὐαζομένα», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Προέρχεται από το επιφώνημα τών διονυσιακών τελετουργιών εύα + κατάλ. άζω. Κοινής προελεύσεως και… … Dictionary of Greek