Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

εὐασμός

См. также в других словарях:

  • ευασμός — εὐασμός, ὁ (Α) [ευάζω] η κραυγή ευαί, κραυγή ενθουσιασμού και ευθυμίας (για τα Ελευσίνια Μυστήρια) («φερούσας δὲ τὰ μέρη περὶ τὸ ἱερὸν μετ εὐασμοῡ», Στράβ.) …   Dictionary of Greek

  • εὐασμοῖς — εὐασμός the cry of masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐασμοῦ — εὐασμός the cry of masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐασμῶν — εὐασμός the cry of masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐασμόν — εὐασμός the cry of masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευάζω — εὐάζω και εὐιάζω (Α) κραυγάζω, βοώ «εὐαί» προς τιμήν τού Βάκχου και το μέσ. εὐάζομαι με την ίδια ενεργ. διάθ. («Βάκχιον εὐαζομένα», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Προέρχεται από το επιφώνημα τών διονυσιακών τελετουργιών εύα + κατάλ. άζω. Κοινής προελεύσεως και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»