-
1 ευαρμοστία
εὐαρμοστίᾱ, εὐαρμοστίαhappy adaptation: fem nom /voc /acc dualεὐαρμοστίᾱ, εὐαρμοστίαhappy adaptation: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————εὐαρμοστίαι, εὐαρμοστίαhappy adaptation: fem nom /voc plεὐαρμοστίᾱͅ, εὐαρμοστίαhappy adaptation: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 ευαρμοστια
ἥ соразмерность, слаженность, гармоничность, уравновешенность(ψυχῆς πρὸς τὰς ἡδονὰς καὴ λύπας Plat.; pl. τῶν λεγομένων Isocr.; εὐ. καὴ ἀνάμιξις πάντων Plut.)
εὐ. πρὸς ἔντευξιν Plut. — приветливое обхождение -
3 εὐαρμοστία
Βλ. λ. ευαρμοστία -
4 εὐαρμοστίᾳ
Βλ. λ. ευαρμοστία -
5 εὐαρμοστία
εὐαρμοστ-ία, ἡ,A happy adaptation, suitableness,μὴ μόνοις τοῖς λεγομένοις, ἀλλὰ καὶ ταῖς τούτων εὐ. συμπείθειν Isoc.15.189
;εὐ. ψυχῆς πρὸς τὰς ἡδονάς Pl.Def. 411e
, cf. Ph.2.79, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐαρμοστία
-
6 εὐαρμοστία
εὐ-αρμοστία, ἡ, gute Verbindung, das Übereinstimmen, die Angemessenheit; μὴ μόνον τοῖς λεγομένοις, ἀλλὰ καὶ ταῖς τούτων εὐαρμοστίαις συμπείϑειν τοὺς ἀκούοντας, nicht bloß durch den Inhalt, sondern durch den angemessenen Vortrag u. die dazu gehörigen Äußerlichkeiten überreden; εὐαρμ. πρὸς ἔντευξιν, Freundlichkeit -
7 ευαρμοστίας
εὐαρμοστίᾱς, εὐαρμοστίαhappy adaptation: fem acc plεὐαρμοστίᾱς, εὐαρμοστίαhappy adaptation: fem gen sg (attic doric aeolic) -
8 εὐαρμοστίας
εὐαρμοστίᾱς, εὐαρμοστίαhappy adaptation: fem acc plεὐαρμοστίᾱς, εὐαρμοστίαhappy adaptation: fem gen sg (attic doric aeolic) -
9 ευαρμοστον
τό Plat. = εὐαρμοστία См. ευαρμοστια -
10 ευαρμοστίαν
-
11 εὐαρμοστίαν
-
12 εὐ-σχημοσύνη
εὐ-σχημοσύνη, ἡ, die gute Haltung, äußerer Anstand, καὶ εὐαρμοστία Plat. Rep. III, 400 d; βίου IX, 588 a; von einer Frau, Xen. Cyr. 5, 1, 4, wie Pol. 10, 18, 7; vgl. D. Sic. 5, 32.
-
13 ευλογια
ἥ1) изящество речи, красноречие(εὐ. καὴ εὐαρμοστία Plat.; δι΄ εὐλογίας ἐξαπατᾶν τὰς καρδίας NT.)
2) (по)хвала(ἄξιος εὐλογίας Arph.)
ὑμνῆσαι δι΄ εὐλογίας Eur. — воспеть в хвалебных гимнах3) благословение(μεταλαμβάνειν εὐλογία; ἀπό τινος NT.)
4) благодеяние(εὐ. καὴ οὐ πλεονεξία NT.)
5) вероятность -
14 ευαρμοστίαις
-
15 εὐαρμοστίαις
-
16 εὐάρμοστος
II of men, well-tempered, Hp.Epid. 2.6.1; accommodating, harmonious,πρὸς ἅπαντα τὴν ἕξιν τῆς ψυχῆς εὐ. ἔχειν Isoc.12.32
;εὐ. ἑαυτὸν ἐν πᾶσι παρέχων Pl.R. 413e
: [comp] Comp. and [comp] Sup., Id.Prt. 326b, R. 412a; τὸ εὐ., = εὐαρμοστία, Ph.1.5. Adv. - τως, ἔχειν πρός τι Isoc.11.12
, cf. Ruf. ap. Orib.7.26.135;ἀπηκριβῶσθαι Ph.1.33
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐάρμοστος
См. также в других словарях:
εὐαρμοστία — εὐαρμοστίᾱ , εὐαρμοστία happy adaptation fem nom/voc/acc dual εὐαρμοστίᾱ , εὐαρμοστία happy adaptation fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευαρμοστία — εὐαρμοστία, ἡ (ΑΜ) [ευάρμοστος] η καλή αρμογή, σύνδεση, συναρμογή, ο καλός δεσμός, σύνδεσμος μσν. η καλή σωματική διάπλαση, η χάρη αρχ. 1. (για διαθέσεις ή τρόπους τών ανθρώπων) α) αρμοδιότητα, καταλληλότητα β) φρ. «εὐαρμοστία πρὸς ἔντευξιν»… … Dictionary of Greek
εὐαρμοστίᾳ — εὐαρμοστίαι , εὐαρμοστία happy adaptation fem nom/voc pl εὐαρμοστίᾱͅ , εὐαρμοστία happy adaptation fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐαρμοστίας — εὐαρμοστίᾱς , εὐαρμοστία happy adaptation fem acc pl εὐαρμοστίᾱς , εὐαρμοστία happy adaptation fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐαρμοστίαν — εὐαρμοστίᾱν , εὐαρμοστία happy adaptation fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐαρμοστίαις — εὐαρμοστία happy adaptation fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευάρμοστος — η, ο (ΑΜ εὐάρμοστος, ον) 1. αυτός που είναι καλά προσαρμοσμένος, ο ευκολοπροσάρμοστος, ο ευκολοταίριαστος, ο αρμονικός 2. αυτός που ταιριάζει καλά με κάποιον άλλο, ταιριασμένος («ευάρμοστο ζεύγος νεονύμφων») αρχ. 1. αυτός που συμμορφώνεται εύκολα … Dictionary of Greek
ευλογία — Οξεία λοιμώδης και μεταδοτική νόσος με επιδημικό χαρακτήρα και με βαριά γενικά συμπτώματα και δερματικές εκδηλώσεις (φλύκταινες). Παρατηρείται φυλετική προδιάθεση προς τη μαύρη φυλή. Η ε. (γνωστή από τους αρχαιότατους χρόνους στους λαούς της… … Dictionary of Greek
ԳԵՂԵՑԿԱԴԱՍՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0537 Chronological Sequence: 6c, 8c գ. εὑταξία, εὑαρμοστία ordo, decentia Գեղեցիկ դասաւորութիւն, կարգ. *Ո՞չ է իմաստութիւն՝ աստեղացն գեղեցկադասութիւն. Փիլ. նխ. ՟ա.: *Զիա՞րդ զարդարէ գովութեամբ զատամանցն գեղեցկադասութիւնի. Նիւս. երգ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԳԵՂԵՑԿԱՅԱՐՄԱՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0538 Chronological Sequence: Unknown date, 8c գ. ԳԵՂԵՑԿԱՅԱՐՄԱՐՈՒԹԻՒՆ ԳԵՂԵՑԿԱՅՕԴՈՒԹԻՒՆ. διακόσμοσις decus, εὑαρμοστία bona harmonia Գեղեցկայարմարն գոլ. բարեչափութիւն. *Ըսա իրին լինիցին գեղեցկայարմարութեան օրինացն. Պղատ. օրին. ՟Թ:… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԳԵՂԵՑԿԱՅՕԴՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0538 Chronological Sequence: Unknown date, 8c գ. ԳԵՂԵՑԿԱՅԱՐՄԱՐՈՒԹԻՒՆ ԳԵՂԵՑԿԱՅՕԴՈՒԹԻՒՆ. διακόσμοσις decus, εὑαρμοστία bona harmonia Գեղեցկայարմարն գոլ. բարեչափութիւն. *Ըսա իրին լինիցին գեղեցկայարմարութեան օրինացն. Պղատ. օրին. ՟Թ:… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)