Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

εὐαρμοστία

См. также в других словарях:

  • εὐαρμοστία — εὐαρμοστίᾱ , εὐαρμοστία happy adaptation fem nom/voc/acc dual εὐαρμοστίᾱ , εὐαρμοστία happy adaptation fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευαρμοστία — εὐαρμοστία, ἡ (ΑΜ) [ευάρμοστος] η καλή αρμογή, σύνδεση, συναρμογή, ο καλός δεσμός, σύνδεσμος μσν. η καλή σωματική διάπλαση, η χάρη αρχ. 1. (για διαθέσεις ή τρόπους τών ανθρώπων) α) αρμοδιότητα, καταλληλότητα β) φρ. «εὐαρμοστία πρὸς ἔντευξιν»… …   Dictionary of Greek

  • εὐαρμοστίᾳ — εὐαρμοστίαι , εὐαρμοστία happy adaptation fem nom/voc pl εὐαρμοστίᾱͅ , εὐαρμοστία happy adaptation fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐαρμοστίας — εὐαρμοστίᾱς , εὐαρμοστία happy adaptation fem acc pl εὐαρμοστίᾱς , εὐαρμοστία happy adaptation fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐαρμοστίαν — εὐαρμοστίᾱν , εὐαρμοστία happy adaptation fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐαρμοστίαις — εὐαρμοστία happy adaptation fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευάρμοστος — η, ο (ΑΜ εὐάρμοστος, ον) 1. αυτός που είναι καλά προσαρμοσμένος, ο ευκολοπροσάρμοστος, ο ευκολοταίριαστος, ο αρμονικός 2. αυτός που ταιριάζει καλά με κάποιον άλλο, ταιριασμένος («ευάρμοστο ζεύγος νεονύμφων») αρχ. 1. αυτός που συμμορφώνεται εύκολα …   Dictionary of Greek

  • ευλογία — Οξεία λοιμώδης και μεταδοτική νόσος με επιδημικό χαρακτήρα και με βαριά γενικά συμπτώματα και δερματικές εκδηλώσεις (φλύκταινες). Παρατηρείται φυλετική προδιάθεση προς τη μαύρη φυλή. Η ε. (γνωστή από τους αρχαιότατους χρόνους στους λαούς της… …   Dictionary of Greek

  • ԳԵՂԵՑԿԱԴԱՍՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0537 Chronological Sequence: 6c, 8c գ. εὑταξία, εὑαρμοστία ordo, decentia Գեղեցիկ դասաւորութիւն, կարգ. *Ո՞չ է իմաստութիւն՝ աստեղացն գեղեցկադասութիւն. Փիլ. նխ. ՟ա.: *Զիա՞րդ զարդարէ գովութեամբ զատամանցն գեղեցկադասութիւնի. Նիւս. երգ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ԳԵՂԵՑԿԱՅԱՐՄԱՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0538 Chronological Sequence: Unknown date, 8c գ. ԳԵՂԵՑԿԱՅԱՐՄԱՐՈՒԹԻՒՆ ԳԵՂԵՑԿԱՅՕԴՈՒԹԻՒՆ. διακόσμοσις decus, εὑαρμοστία bona harmonia Գեղեցկայարմարն գոլ. բարեչափութիւն. *Ըսա իրին լինիցին գեղեցկայարմարութեան օրինացն. Պղատ. օրին. ՟Թ:… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ԳԵՂԵՑԿԱՅՕԴՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0538 Chronological Sequence: Unknown date, 8c գ. ԳԵՂԵՑԿԱՅԱՐՄԱՐՈՒԹԻՒՆ ԳԵՂԵՑԿԱՅՕԴՈՒԹԻՒՆ. διακόσμοσις decus, εὑαρμοστία bona harmonia Գեղեցկայարմարն գոլ. բարեչափութիւն. *Ըսա իրին լինիցին գեղեցկայարմարութեան օրինացն. Պղատ. օրին. ՟Թ:… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»