Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

εὐήροτος

См. также в других словарях:

  • ευήροτος — εὐήροτος, ον (Α) 1. αυτός που καλλιεργείται εύκολα («εὐήροτον πεδίον») 2. ο καλλιεργημένος καλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αροτός «που μπορεί να οργωθεί» (< αρώ «οργώνω»). Το η λόγω τής συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

  • εὐήροτος — easy to cultivate masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐήροτον — εὐήροτος easy to cultivate masc/fem acc sg εὐήροτος easy to cultivate neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐήροτα — εὐήροτος easy to cultivate neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»