-
1 εὐήροτος
См. также в других словарях:
ευήροτος — εὐήροτος, ον (Α) 1. αυτός που καλλιεργείται εύκολα («εὐήροτον πεδίον») 2. ο καλλιεργημένος καλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αροτός «που μπορεί να οργωθεί» (< αρώ «οργώνω»). Το η λόγω τής συνθέσεως] … Dictionary of Greek
εὐήροτος — easy to cultivate masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐήροτον — εὐήροτος easy to cultivate masc/fem acc sg εὐήροτος easy to cultivate neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐήροτα — εὐήροτος easy to cultivate neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)