-
1 εὐάτριος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐάτριος
-
2 ευάτριον
εὐά̱τριον, εὐάτριοςmasc /fem acc sgεὐά̱τριον, εὐάτριοςneut nom /voc /acc sgεὐά̱τριον, εὐήτριοςwith good: masc /fem acc sg (doric)εὐά̱τριον, εὐήτριοςwith good: neut nom /voc /acc sg (doric) -
3 εὐάτριον
εὐά̱τριον, εὐάτριοςmasc /fem acc sgεὐά̱τριον, εὐάτριοςneut nom /voc /acc sgεὐά̱τριον, εὐήτριοςwith good: masc /fem acc sg (doric)εὐά̱τριον, εὐήτριοςwith good: neut nom /voc /acc sg (doric) -
4 ευάτριοι
εὐά̱τριοι, εὐάτριοςmasc /fem nom /voc plεὐά̱τριοι, εὐήτριοςwith good: masc /fem nom /voc pl (doric) -
5 εὐάτριοι
εὐά̱τριοι, εὐάτριοςmasc /fem nom /voc plεὐά̱τριοι, εὐήτριοςwith good: masc /fem nom /voc pl (doric) -
6 εὐήτριος
A with good or fine thread, well-woven, A.Fr.47; ; ὕφη (v.l. ὑφαί) D.H.Comp.23;ἱμάτιον Luc.Lex.9
; αἱ εὐ. σινδόνες, of cotton, Str.15.1.20.II [voice] Act., well-weaving,τὰν πέπλων εὐάτριον ἐργάτιν.. κερκίδα AP6.289
(Leon.).------------------------------------A = εὐκοίλιος, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐήτριος
См. также в других словарях:
ευάτριος — εὐάτριος, ον (Α) δωρ. τ., βλ. ευήτριος … Dictionary of Greek
εὐάτριον — εὐά̱τριον , εὐάτριος masc/fem acc sg εὐά̱τριον , εὐάτριος neut nom/voc/acc sg εὐά̱τριον , εὐήτριος with good masc/fem acc sg (doric) εὐά̱τριον , εὐήτριος with good neut nom/voc/acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευήτριος — (I) εὐήτριος, ον και δωρ. τ. εὐάτριος, ον (ΑΜ) ο υφασμένος με καλή και λεπτή κλωστή («αἱ εὐήτριοι σινδόνες») αρχ. αυτός που υφαίνει καλά («πέπλων εὐάτριον ἐργάτιν... κερκίδα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ήτριον «ύφανση»]. (II) εὐήτριος, ον (Α) ευκοίλιος … Dictionary of Greek
εὐάτριοι — εὐά̱τριοι , εὐάτριος masc/fem nom/voc pl εὐά̱τριοι , εὐήτριος with good masc/fem nom/voc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)