Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

εἶναι+περί+τι

  • 141 κόσμος

    A order, κατὰ κόσμον in order, duly,

    εὖ κατὰ κ. Il.10.472

    , al.; οὐ κατὰ κ. shamefully, Od.8.179;

    μὰψ ἀτὰρ οὐ κατὰ κ. Il. 2.214

    : freq. in dat., κόσμῳ καθίζειν to sit in order, Od.13.77, cf. Hdt.8.67;

    οὐ κ... ἐλευσόμεθα Il.12.225

    ;

    κ. θεῖναι τὰ πάντα Hdt.2.52

    , cf. 7.36, etc.;

    διάθες τάδε κ. Ar.Av. 1331

    ; κ. φέρειν bear becomingly, Pi.P.3.82;

    δέξασθαί τινα κ. A.Ag. 521

    ;

    σὺν κόσμῳ Hdt.8.86

    , Arist.Mu. 398b23;

    ἐν κόσμῳ Hp.Mul.1.3

    , Pl.Smp. 223b; κόσμῳ οὐδενὶ κοσμηθέντες in no sort of order, Hdt.9.59; φεύγειν, ἀπιέναι οὐδενὶ κ., Id.3.13, 8.60.γ, etc.;

    ἀτάκτως καὶ οὐδενὶ κ. Th.3.108

    , cf. A.Pers. 400; οὐκέτι τὸν αὐτὸν κ. no longer in the same order, Hdt.9.66; οὐδένα κ. ib.65, 69;

    ἦν δ' οὐδεὶς κ. τῶν ποιουμένων Th.3.77

    : generally, of things, natural order,

    γίνεται τῶν τεταρταίων ἡ κατάστασις ἐκ τούτου τοῦ κ. Hp. Prog.20

    .
    2 good order, good behaviour, = κοσμιότης Phld.Mus. p.43 K.; discipline, D.18.216;

    οὐ κ., ἀλλ' ἀκοσμία S.Fr. 846

    .
    3 form, fashion,

    ιππου κόσμον ἄεισον δουρατέου Od.8.492

    ;

    κ. ἐπέων ἀπατηλός Parm.8.52

    ; ἐξηγεομένων.. τὸν κ. αὐτοῦ the fashion of it, Hdt.3.22; κ. τόνδε.. ὁ καταστησάμενος who established this order or from, Id.1.99.
    4 of states, order, government,

    μεταστῆσαι τὸν κ. Th. 4.76

    , cf. 8.48, 67;

    μένειν ἐν τῷ ὀλιγαρχικῷ κ. 8.72

    , etc.; esp. of the Spartan constitution, Hdt.1.65, Clearch.3: pl.,

    πόλεων κόσμοι Pl.Prt. 322c

    .
    II ornament, decoration, esp. of women, Il.14.187, Hes.Op. 76, Hdt.5.92.

    ή; γυναικεῖος κ. Pl.R. 373c

    , etc.; of a horse, Il.4.145; of men, Hdt.3.123, A.Th. 397, etc.; γλαυκόχροα κόσμον ἐλαίας, of an olive-wreath, Pi.O.3.13, cf. 8.83, P.2.10, etc.;

    κ. κυνῶν X.Cyn.6.1

    ;

    κ. καὶ ἔπιπλα Lys.12.19

    ; κ. ἀργυροῦς a service of plate, Ath.6.231b;

    ἱερὸς κ. OGI90.40

    (Rosetta, ii B. C.): pl., ornaments, A.Ag. 1271;

    οἱ περὶ τὸ σῶμα κ. Isoc.2.32

    : metaph., of ornaments of speech, such as epithets, Id.9.9 (pl.), Arist.Rh. 1408a14, Po. 1457b2, 1458a33; ἁδυμελῆ κ. κελαδεῖν to sing sweet songs of praise, Pi.O.11 (10).13 (s.v.l.).
    2 metaph., honour, credit, Id.N.2.8, I.6(5).69; κόσμον φέρει τινί it does one credit, Hdt.8.60, 142;

    γύναι, γυναιξὶ κόσμον ἡ σιγὴ φέρει S.Aj. 293

    ;

    κ. τοῦτ' ἐστὶν ἐμοί Ar.Nu. 914

    ;

    οἷς κόσμος [ἐστὶ] καλῶς τοῦτο δρᾶν Th.1.5

    ;

    ἐν κόσμῳ καὶ τιμῇ εἶναί τινι D.60.36

    ; of persons,

    σὺ ἔμοιγε μέγιστος κ. ἔσει X.Cyr.6.4.3

    ;

    ἡ μεγαλοψυχία οἷον κ. τις τῶν ἀρετῶν Arist.EN 1124a1

    .
    III ruler, regulator, title of chief magistrate in Crete, SIG712.57, etc.; collectively, body of κόσμοι, ib.524.1; τοῦ κ. τοῖς πλίασι ib.527.74: also freq. in pl., ib.528.1, al., Arist.Pol. 1272a6, Str.10.4.18, 22; cf. κόρμος.
    IV Philos., world-order, universe, first in Pythag., acc.to Placit.2.1.1, D.L.8.48 (cf. [Philol.]21), or Parm., acc. to Thphr. ap. D.L.l.c.;

    κόσμον τόνδε οὔτε τις θεῶν οὔτε ἀνθρώπων ἐποίησεν, ἀλλ' ἦν ἀεὶ καὶ ἔστιν καὶ ἔσται πῦρ Heraclit.30

    ;

    ὁ καλούμενος ὑπὸ τῶν σοφιστῶν κ. X.Mem.1.1.11

    : freq. in Pl., Grg. 508a, Ti. 27a, al.;

    ἡ τοῦ ὅλου σύστασίς ἐστι κ. καὶ οὐρανός Arist.Cael. 280a21

    , cf. Epicur.Ep. 2p.37U., Chrysipp.Stoic.2.168, etc.;

    ὁ κ. ζῷον ἔμψυχον καὶ λογικόν Posidon.

    ap. D.L.7.139, cf. Pl.Ti. 30b: sts. of the firmament,

    γῆς ἁπάσης τῆς ὑπὸ τῷ κόσμῳ κειμένης Isoc.4.179

    ;

    ὁ περὶ τὴν γῆν ὅλος κ. Arist. Mete. 339a20

    ; μετελθεῖν εἰς τὸν ἀέναον κ., of death, OGI56.48 (Canopus, iii B. C.); but also, of earth, as opp. heaven,

    ὁ ἐπιχθόνιος κ. Herm.

    ap. Stob.1.49.44; or as opp. the underworld,

    ὁ ἄνω κ. Iamb.VP27.123

    ; of any region of the universe,

    ὁ μετάρσιος κ. Herm.

    ap. Stob.1.49.44; of the sphere whose centre is the earth's centre and radius the straight line joining earth and sun, Archim.Aren.4; of the sphere containing the fixed stars, Pl.Epin. 987b: in pl., worlds, coexistent or successive, Anaximand. et alii ap.Placit.2.1.3, cf. Epicur.l.c.; also, of stars,

    Νὺξ μεγάλων κ. κτεάτειρα A.Ag. 356

    (anap.), cf. Heraclid.et Pythagorei ap.Placit.2.13.15 (= Orph.Fr.22); οἱ ἑπτὰ κ. the Seven planets, Corp.Herm.11.7.
    2 metaph., microcosm,

    ἄνθρωπος μικρὸς κ. Democr. 34

    ;

    ἄνθρωπος βραχὺς κ. Ph.2.155

    ; of living beings in general,

    τὸ ζῷον οἷον μικρόν τινα κ. εἶναί φασιν ἄνδρες παλαιοί Gal.UP3.10

    .
    3 in later Gr., = οἰκουμένη, the known or inhabited world, OGI458.40 (9 B.C.), Ep.Rom.1.8, etc.; ὁ τοῦ παντὸς κ. κύριος, of Nero, SIG814.31, cf. IGRom.4.982 ([place name] Samos);

    ἐὰν τὸν κ. ὅλον κερδήσῃ Ev.Matt.16.26

    .
    4 men in general,

    φανέρωσον σεαυτὸν τῷ κ. Ev.Jo.7.4

    , cf. 12.19; esp. of the world as estranged from God by sin, ib.16.20, 17.9, al., 1 Ep.Cor. 1.21, etc.
    5 οὗτος ὁ κ. this present world, i.e. earth, opp. heaven, Ev.Jo.13.1; regarded as the kingdom of evil, ὁ ἄρχων τοῦ κ. τούτου ib.12.31.
    V Pythag.name for six, Theol.Ar.37; for ten, ib.59.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κόσμος

См. также в других словарях:

  • περι- — (ΑΜ περι ) α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση περί και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) γύρω, ολόγυρα, από όλες τις μεριές, από παντού (πρβλ. περι βρέχω, περι γιάλι, περι λούω, περι… …   Dictionary of Greek

  • Αλφάβητος κατανυκτικός και ψυχωφελής περί του ματαίου κόσμου τούτου — Ποίημα 120 δεκαπεντασύλλαβων στίχων θρησκευτικού περιεχομένου. Οι στίχοι του είναι άλλοτε ομοιοκατάληκτοι και άλλοτε όχι, και διαιρούνται σε 24 πεντάστιχες στροφές με αλφαβητική ακροστιχίδα. Το ποίημα αυτό, έργο άγνωστου λογίου της μεταβυζαντινής …   Dictionary of Greek

  • Αχιλληίς ή διήγησις περί του Αχιλλέως — Τίτλος ποιήματος, που ανήκει στην ενότητα της ακριτικής μας ποίησης ή της ποίησης πριν από την Άλωση. Σώζεται σε τρεις παραλλαγές, γραμμένες σε δεκαπεντασύλλαβους ανομοιοκατάληκτους στίχους, σε γλώσσα μεικτή, από δημοτικούς στίχους και αρχαϊκά… …   Dictionary of Greek

  • Ηρακλείδης — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ηγεμόνας των Ελλήνων που κατοικούσαν στα Μύλαδα της Καρίας (αρχές 6ου – μέσα 5ου αι. π.Χ.). Όταν έγινε η επανάσταση των ιωνικών πόλεων το 489 π.Χ, ο Η. τέθηκε επικεφαλής των επαναστατών, κυρίευσε την οδό προς τα… …   Dictionary of Greek

  • ποσειδώνιος — (Απάμεια, Συρία 135 π.Χ. περίπου – μέσα 1ου αι. π.Χ.). Αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος. Μαθητής του Παναίτιου στην Αθήνα, αφού πραγματοποίησε μεγάλα επιστημονικά ταξίδια, ίδρυσε δική του σχολή στη Ρόδο, στην οποία είχε μαθητές, μεταξύ άλλων, τον… …   Dictionary of Greek

  • ειρηναίος — I (1ος αι. μ.Χ.). Αλεξανδρινός γραμματικός, γνωστός και με το λατινικό όνομα Minucius Pacatus. Μαθήτευσε κοντά στον Ηλιόδωρο τον μετρικό και, όπως προκύπτει από το λατινικό όνομά του, είναι πιθανό ότι δίδαξε για ένα διάστημα και στη Ρώμη. Έγραψε… …   Dictionary of Greek

  • Γιακόμπι, Φρίντριχ Χάινριχ — (Friedrich Heinrich Jacobi, Ντίσελντορφ 1743 – Μόναχο 1819). Γερμανός φιλόσοφος. Σύγχρονος του Γκέτε και του Σίλερ, του Καντ και του Φίχτε, έλαβε μέρος σε φιλοσοφικές διαμάχες που πολλές φορές τις προκαλούσε ο ίδιος με πολεμικές και συζητήσεις… …   Dictionary of Greek

  • ιερώνυμος — I (Στριδώνα Δαλματίας 347 – Βηθλεέμ 420 μ.Χ.). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης και Δυτ. Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, προστάτης των μεταφραστών. Ήταν σύγχρονος του Αυγουστίνου και του Αμβροσίου και φίλος του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού και του Γρηγορίου… …   Dictionary of Greek

  • Βολφ, Γιούλιους — I (Julius Wolf,1834 – 1910).Γερμανός συγγραφέας. Σπούδασε λογοτεχνία και φιλοσοφία στο Βερολίνο. Το 1896 ίδρυσε περιοδικό με τον τίτλο Harzzeitung.Κατά τον Γαλλογερμανικό πόλεμο υπηρέτησε στον γερμανικό στρατό και παρασημοφορήθηκε. Μετά τον… …   Dictionary of Greek

  • Ντιρκέμ, Εμίλ — (Emile Durkheim, Επινάλ 1858 – Παρίσι 1917). Γάλλος κοινωνιολόγος. Υπήρξε ο ιδρυτής της επιθεώρησης L’ Annee sociologique (1896) και δίδαξε κοινωνιολογία στο Πανεπιστήμιο του Μπορντό και στη Σορβόνη. Το έργο του, μαζί με το έργο του Μαξ Βέμπερ,… …   Dictionary of Greek

  • Τήλεφος — Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Γιος του Ηρακλή και της Αύγης, κόρης του βασιλιά της Τεγέας, Αλεού, και ιέρειας της Αθηνάς. Μόλις γεννήθηκε, η μητέρα του τον έκρυψε στο ιερό άλσος της Αθηνάς, όπου τον βρήκε ο Αλεός. Ο Αλεός… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»