-
1 εἴς-ροος
εἴς-ροος, zsgz. -ρους, ὁ, das Einfließen; ποιεῖσϑαι, = εἰςρέω, Arist. mund. 3, 8.
-
2 ῥόος
ῥόος, ὁ, att. zsgzgn ῥοῦς, das Fließen, Fluthen, Strömen, Fluß, Strom, Strömung; oft bei Hom., der nur den slag. braucht u. häufig einen gen. hinzufügt: ἱκόμεσϑ' ἱερὸν ῥόον Ἀλφειοῖο, Il. 11, 726; παρὰ ῥόον Ὠκεανοῖο, 16, 151; κῦμα ῥόοιο, 21, 263; προχέειν ῥόον εἰς ἅλα, ib. 219; Pind. auch ῥόος κάπνου, P. 1, 22; Βόσπορον ῥόον ϑεοῠ, Aesch. Pers. 732; u. in Prosa: Her. κατὰ ῥόον, stromab, mit dem Strome, wie Plat. οἰ. χήσεσϑαι φερομένην κατὰ ῥοῦν ᾗ ἂν οὗτος φέρῃ, öfter; ἵστησι τὸν ῥοῦν, Crat. 437 b; Folgde; κατὰ ῥοῠν ποιεῖσϑαι τὴν πορείαν, Pol. 3, 66, 8, flußabwärts. – Sp. haben den heteroklitischen dat. ῥοΐ, auch gen. ῥοός u. acc. ῥόα, vgl. Lob. Phryn. p. 454 u. Jac. Ach. Tat. p. 671.
-
3 εἴςροος
См. также в других словарях:
παλίρρους — παλίρρους, ουν και οος, οον (Α) 1. αυτός που ρέει προς τα πίσω («εἰς δὲ γῆν πάλιν κλύδων παλίρρους ἦγε ναῡν», Ευρ.) 2. (για την αναπνοή) αυτός που εισέρχεται και εξέρχεται («παλίρρους ἀήρ», Οππ.) 3. αυτός που επανέρχεται εναντίον κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
ροΐζω — ΜΑ [ῥόος / ῥοή] (σχετικά με άλογο) οδηγώ στο νερό για να πλύνω («ῥοΐσαντα εἰς ὕδωρ γλυκύ», Ιππιατρ.) … Dictionary of Greek
χείμαρρος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 50 μ.) του νομού Σερρών. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (25 τ. χλμ.). * * * ο / χείμαρρος, ον, ΝΜΑ, και τ. χειμάρρους, ουν και ασυναίρ. οος, οον, Α το αρσ. ως ουσ. 1. ορμητικό και ακανόνιστο ρεύμα νερού που σχηματίζεται… … Dictionary of Greek