Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ῥοΐ

См. также в других словарях:

  • ροΐ — και ρογί, το / ῥογίον, ΝΜ [ῥέω] ελαιοδοχείο με ράμφος …   Dictionary of Greek

  • Λίχτενσταϊν, Ρόι — (Roy Lichtenstein, Νέα Υόρκη 1923 – 1997). Αμερικανός ζωγράφος, γλύπτης και διακοσμητής. Οι πίνακές του, βασισμένοι σε διαδικασίες και μοτίβα σχεδιασμού κόμικς, τον ανέδειξαν σε έναν από τους βασικούς εκπροσώπους της αμερικανικής ποπ αρτ του 20ού …   Dictionary of Greek

  • Μότελσον, Μπεν Ρόι — (Benjamin Roy Mottelson, Σικάγο 1926 –). Δανός φυσικός, αμερικανικής καταγωγής. Σπούδασε με υποτροφία του αμερικανικού ναυτικού στο Πανεπιστήμιο Περντιού και το 1950 έλαβε διδακτορικό τίτλο στην πυρηνική φυσική από το Χάρβαρντ. Τον ίδιο χρόνο… …   Dictionary of Greek

  • Σέλαρς, Ρόι Βουντ — (Sellars). Αμερικανός φιλόσοφος (1880 1973). Διατέλεσε καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Μίτσιγκαν (1905 1950). θεωρείται ένας από τους θεμελιωτές του αμερικάνικου κριτικού ρεαλισμού. Αρχικά η θεωρία του είχε στοιχεία αγνωστικισμού, αργότερα όμως… …   Dictionary of Greek

  • ῥοίβδου — ῥοί̱βδου , ῥοῖβδος any rushing noise masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥοίβδῳ — ῥοί̱βδῳ , ῥοῖβδος any rushing noise masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥοίζους — ῥοί̱ζους , ῥοῖζος whistling masc/fem acc pl ῥοιζόω imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥοίζωι — ῥοί̱ζῳ , ῥοῖζος whistling masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥοίζῳ — ῥοί̱ζῳ , ῥοῖζος whistling masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • γεφυροῖ — γεφῡροῖ , γεφυρόω dam up pres ind mp 2nd sg γεφῡροῖ , γεφυρόω dam up pres opt act 3rd sg γεφῡροῖ , γεφυρόω dam up pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»