-
1 ειργμού
-
2 εἱργμοῦ
-
3 δεινότης
δεινότης, ητος, ἡ, das Furchtbare, Schreckliche, Härte, Thuc. 3, 59. 64; εἱργμοῦ Plat. Phaed. 82 e. – Gew. Tüchtigkeit, Geschicklichkeit, Klugheit, δεινότητες καὶ σοφίαι Plat. Theaet. 176 e; vgl. Arist. Eth. 6, 12, 8; bes. vom Redner, kraftvolle Beredtsamkeit, Thuc. 3, 37 u. A.; genauer ἡ περὶ τοὺς λόγους δ. od. ἡ ἐν λόγοις δ., wie δ. λόγου, Plut. Pomp. 77; vgl. D. Hal. iud. Thuc. 23.
-
4 δεινοτης
-
5 εἱργμός
2 imprisonment, J.AJ18.1.3, Plu.2.84f: pl., Mitteis Chr. 71.10 (iv A. D.); εἱργμοὶ καὶ δεσμοί, of a snake's coils, Ael.NA17.37; εἱργμοῦ γραφή action for malicious imprisonment, Poll.6.154.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἱργμός
См. также в других словарях:
εἱργμοῦ — εἱργμός cage masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ειργμού γραφή — Στην αρχαιότητα, ποινική αγωγή που εγειρόταν κατά το αττικό δίκαιο εναντίον εκείνου που στερούσε παράνομα την ελευθερία ελεύθερου πολίτη ή ξένου και τον κατακρατούσε στη φυλακή. Για την ε.γ. γίνεται νύξη στον λόγο Κατά Αλκιβιάδη του Ανδοκίδη … Dictionary of Greek