Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

εἱργμοῦ

См. также в других словарях:

  • εἱργμοῦ — εἱργμός cage masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ειργμού γραφή — Στην αρχαιότητα, ποινική αγωγή που εγειρόταν κατά το αττικό δίκαιο εναντίον εκείνου που στερούσε παράνομα την ελευθερία ελεύθερου πολίτη ή ξένου και τον κατακρατούσε στη φυλακή. Για την ε.γ. γίνεται νύξη στον λόγο Κατά Αλκιβιάδη του Ανδοκίδη …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»