-
1 εισιημι
ион. и староатт. ἐσίημι (aor. 1 εἰσῆκα)1) впускать(τοὺς Πέρσας ἐς τὸ τεῖχος Her.)
; med. впускать к себе, пропускать(τοὺς πολεμίους Xen.)
2) вливать(τέν κεδρίην ἔς τι Her.)
ἐς τέν (λίμνην) ποταμοὴ δύο ἐσιεῖσι τὸ ὕδωρ Her. — в это озеро изливают свои воды две реки3) med. устремлять(αὖλιν ἐσιέμεναι Hom.)
См. также в других словарях:
εἷσ' — εἷσο , ἕννυμι ves plup ind pass 2nd sg εἷσο , ἕννυμι ves perf imperat pass 2nd sg εἷσαι , ἕννυμι ves perf ind pass 2nd sg εἷσα , ἕζομαι seat oneself aor ind act 1st sg (epic) εἷσο , ἕζομαι seat oneself plup ind mp 2nd sg εἷσο , ἕζομαι seat… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίφρημι — Α (αμάρτυρος τ. ενεστ.) 1. (μτβ.) εισάγω ή εξάγω κάτι 2. (αμτβ.) εισέρχομαι ή εξέρχομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. απαντά συνήθως στον αόρ. και μέλλ., σπανίως στον ενεστ. (πρβλ. απρμφ. πιφράναι, ἐσ πιφράναι) και πάντοτε σύνθ. με προθέσεις: εἰς, ἐκ, διά, ἀπὸ … Dictionary of Greek