-
1 εισδυομαι
ион. и староатт. ἐσδύομαι (= εἰσδύω См. εισδυω)1) проникать, входить(ἥ ψυχέ ἐς ἄλλο ζῷον ἐσδύεται Her.; εἰς τοὺς πόρους Arst.; εἰς τὰς ψυχὰς τῶν ἀνθρώπων Polyb.)
ὀφθαλμοὴ εἰοδυόμενοι Arst. — глубоко сидящие глаза2) врезываться, впиваться3) вступать(ἀκοντιστύν Hom.)
-
2 εισδυω
-
3 παρεισδυομαι
(aor. 2 παρεισέδυν, pf. παρεισδέδυκα) проскальзывать, проникать Arst., Plut., NT. -
4 υπεισδυομαι
См. также в других словарях:
περαίνω — ΝΜΑ, ποιητ. τ. πειραίνω, Α 1. φέρω κάτι σε πέρας, ολοκληρώνω την εκτέλεση κάποιου πράγματος, τό αποπερατώνω 2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) πεπερασμένος, η, ον βλ. πεπερασμένος αρχ. 1. (για λόγο) δίνω τέλος, παύω («πέραινέ μοι λόγον», Ευρ.) 2. (για… … Dictionary of Greek