-
1 υπεισδυομαι
См. также в других словарях:
ὑπεισδύς — ὑπεισδύ̱ς , ὑπεισδύομαι get in secretly aor part act masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 υπεισδυομαι
ὑπεισδύς — ὑπεισδύ̱ς , ὑπεισδύομαι get in secretly aor part act masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)