-
1 εισανέβαινον
εἰσαναβαίνωgo up to: imperf ind act 3rd plεἰσαναβαίνωgo up to: imperf ind act 1st sg -
2 εἰσανέβαινον
εἰσαναβαίνωgo up to: imperf ind act 3rd plεἰσαναβαίνωgo up to: imperf ind act 1st sg -
3 ἐπισχερώ
A in a row, one after another,εἰσανέβαινον ἐ. Il.18.68
, cf. 11.668, 23.125;ἐ. ἀλλήλοισι A.R.1.528
: c.gen.,τὸ γὰρ ἦμιν ἐ. ἦεν ἀοιδῆς
the next thing in..,Id.
4.451.II of Time, τρὶς ἐ. thrice successively, Simon.155.5; by degrees, Theoc.14.69.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπισχερώ
См. также в других словарях:
εἰσανέβαινον — εἰσαναβαίνω go up to imperf ind act 3rd pl εἰσαναβαίνω go up to imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επισχερώ — ἐπισχερώ (Α) (ποιητ. επίρρ.) 1. σε μια σειρά, αλλεπάλληλα, ο ένας μετά τον άλλο («ἀκτὴν εἰσανέβαινον ἐπισχερώ», Ομ. Ιλ.) 2. (με χρον. σημ.) διαδοχικά, αμέσως κατόπιν («τρὶς ἐπισχερώ», Σιμων.) 3. σιγά σιγά, βαθμηδόν («ἀπὸ κροτάφων πελόμεσθα πάντες … Dictionary of Greek