-
1 εισανειδον
-
2 εἰσανεῖδον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἰσανεῖδον
-
3 εισανιδων
part. к εἰσανεῖδον См. εισανειδον -
4 εισανιδόντες
-
5 εἰσανιδόντες
-
6 εισανιδών
-
7 εἰσανιδών
См. также в других словарях:
εἰσανιδόντες — εἰσανεῖδον look up to aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσανιδών — εἰσανεῖδον look up to aor part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)