-
1 εισανιδόντες
-
2 εἰσανιδόντες
См. также в других словарях:
εἰσανιδόντες — εἰσανεῖδον look up to aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 εισανιδόντες
2 εἰσανιδόντες
εἰσανιδόντες — εἰσανεῖδον look up to aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)