-
1 διακομιζω
переправлять, перевозить, доставлять(σταδίους πέντε καὴ τεσσεράκοντα Her.; τινὰ ἐς νῆσον Thuc.; εἰς Καρχηδόνα τοὺς θύννους Arst.; ἐκ Λιβύης διακομισθείς Plut.)
διακομίζεσθαι παῖδας καὴ γυναῖκας Thuc. — перевозить с собой детей и жен;pass. — переезжать (εἰς ἀγριώτερον ἔτι τόπον Plat.) -
2 ειστιθημι
ион. и староатт. ἐστίθημι1) (на или во что-л.) класть, грузить(τι ἐς ναῦν и ἐς ἅμαξαν Her.; τι εἰς τὸ κενόν Arst.; med. τέκνα καὴ γυναῖκας καὴ ἔπιπλα πάντα Her.; σῖτα μέτρια Xen.)
εἰστίθεσθαί τι σέλματα Eur. — грузить что-л. на палубу2) приделывать, прикреплять3) передавать(τινὰ ἐς χεῖράς τινι Her.)
-
3 ερυκω
1) редко med. сдерживать, удерживать(ἵππους, λαόν, τινὰ μάχης Hom.)
ἕτερός με θυμὸς ἔρυκεν Hom. — другая мысль удержала меня2) подавлять(θυμόν Hom.)
3) обуздывать, смирять(εὐρύοπα Ζῆν Hom.)
4) отвращать, отклонять(ἀπ΄ ἔργου θυμόν Hes.)
5) препятствовать, служить препятствиемμή μ΄ ἔρυκε δρᾶν παρεσκευασμένον Eur. — не мешай мне, когда я приготовился действовать;
οὐδ΄ ἵκετο χρόα ἐρύκακε γὰρ τρυφάλεια Hom. — (копье Диомеда) не достигло кожи (Гектора), ибо помешал шлем6) не допускать, держать на расстоянии, отгонять(λιμόν τινι Hom.; τὰ κακὰ ἀπό τινος Xen.; τὰ μέ καλὰ νοσφίν Theocr.)
ἐρυκόμενοι ἀπὸ τοῦ Ἀσωποῦ Her. — (так как) они не допускались к (реке) Асопу7) отбивать, отражать(ἄκοντα Hom.; τοὺς ἐπιόντας Her.)
8) задерживать, останавливать(τινὰ ἐνὴ νήσῳ Hom.)
εἷς ἀνέρ πάντας ἐρύκοι Hom. — один человек мог бы преградить путь всем;pass. — задерживаться, отставать:μέ ἐρύκεσθον Hom. — не отставайте9) держать взаперти(ἐνὴ μεγάροισι γυναῖκας Hom.)
10) отделять, разобщать, разъединятьὀλίγος χῶρος ἐρύκει Hom. — небольшое расстояние разделяет (их);
ἀνέδην ὅδε χῶρος ἐρύκεται Soph. — это место широко открыто, т.е. ничем не защищено -
4 κατακομιζω
1) доставлять (к побережью), вывозить(σῖτον τῷ στρατεύματι Thuc.; ἁμάξας μεγάλας κρόκου Arst.; τα ἀπὸ τῆς χώρας εἰς τέν πόλιν Diod.; παῖδας και γυναῖκας ἐκ τῶν ἀγρῶν Dem.; ἐπὴ θάλασσάν τι Plut.)
; med. привозить себе(ὡραῖα πλοίοις Plat.)
2) доставлять в порт, приводить(ναῦν ἐκεῖσε или Ἀθήναζε Dem.; τριήρεις Aeschin.)
См. также в других словарях:
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
φεμινισμός — Ιδεολογικό κίνημα, που διεκδικεί την εξίσωση της γυναίκας με τον άντρα σε όλα τα πεδία της κοινωνικής ζωής. Φαινόμενο τυπικό των νεότερων χρόνων, εμφανίζεται ως θεωρία με τη Γαλλική επανάσταση. Έως τότε, το ζήτημα της θέσης της γυναίκας σε σχέση… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… … Dictionary of Greek
Κάλβος, Ανδρέας — (Ζάκυνθος 1792 – Λάουθ, Αγγλία 1869). Ποιητής. Σε παιδική ηλικία πήγε στο Λιβόρνο της Ιταλίας μαζί με τον μικρότερο αδελφό του, εξαιτίας των ασχολιών του εμπόρου πατέρα του. Το 1805 οι γονείς του χώρισαν και τότε η μητέρα έχασε, καθώς φαίνεται,… … Dictionary of Greek
ИОАНН (ЗИЗИУЛАС) — Иоанн (Зизиулас [греч. ᾿Ιωάννης Ζηζιούλας] (род. 10.01.1931, с. Катафийон, близ г. Козани, Греция), митр. Пергамский (с 1986), богослов. Жизнь Иоанн (Зизиулас), митр. Пергамский, на конференции «Святитель Василий Великий отец и учитель Церкви» в… … Православная энциклопедия
Μακρυγιάννης — I (Γιάννης Τριαντάφυλλου ή Τριανταφυλλοδημήτρης, Αβορίτη Δωρίδας, Φωκίδα 1797 – Αθήνα 1864). Αγωνιστής του 1821, στρατηγός και πολιτικός. Ο συγγραφέας των απαράμιλλων για το ύφος τους Απομνημονευμάτων έλαβε το παρωνύμιο Μ., χάρη στο ψηλόλιγνο… … Dictionary of Greek
Φερδινάνδος — I Όνομα 3 αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που ανήκουν στον οίκο των Αψβούργων. 1. Φ. A’ (Αλκαλά ντ’ Ενάρες 1503 – Βιέννη 1564). Γιος του Φιλίππου του Ωραίου και της Ιωάννας της Τρελής, έγινε αυτοκράτορας μετά την παραίτηση του… … Dictionary of Greek
PARASITI — apud Athenienses iidem, qui apud Romanos Epulones fuêre Nam τὸ τοῦ παρασίτου ὅνομα, Athenaeus l. 6. πάλας̔ ἦν σεμνὸν καὶ ἱερὸν, Nomen Parasiti olim venerabile erat et Sacrum, Habebant autem quilibet populi seu Δῆμοι Reip. Atheniensis suos… … Hofmann J. Lexicon universale