Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

εἰρωνεία

См. также в других словарях:

  • εἰρωνεία — εἰρωνείᾱ , εἰρωνεία dissimulation fem nom/voc/acc dual εἰρωνείᾱ , εἰρωνεία dissimulation fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰρωνείᾳ — εἰρωνείᾱͅ , εἰρωνεία dissimulation fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ειρωνεία — η (AM εἰρωνεία) λεπτός εμπαιγμός τών ελαττωμάτων, τής συμπεριφοράς ή τών λόγων τών άλλων νεοελλ. φρ. 1. «ειρωνεία τής τύχης» η απροσδόκητη αλλαγή προς το χειρότερο τής τύχης που φαινόταν ευνοϊκή 2. «σωκρατική ειρωνεία» η φιλοσοφική, παιδευτική… …   Dictionary of Greek

  • ειρωνεία — η 1. σαρκασμός, χλευασμός, κοροϊδία, πείραγμα. 2. το να λέει κανείς το αντίθετο από εκείνο που πιστεύει, έτσι ώστε να φαίνεται η κοροϊδευτική του πρόθεση. 3. (φιλοσ.), προσποίηση άγνοιας του θέματος, που αποσκοπεί στη σύγχυση του αντιπάλου, για… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εἰρωνείας — εἰρωνείᾱς , εἰρωνεία dissimulation fem acc pl εἰρωνείᾱς , εἰρωνεία dissimulation fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰρωνείαν — εἰρωνείᾱν , εἰρωνεία dissimulation fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰρωνειῶν — εἰρωνεία dissimulation fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰρωνεῖαι — εἰρωνεία dissimulation fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰρωνείαις — εἰρωνεία dissimulation fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Irony — Ironic redirects here. For the song, see Ironic (song). For other uses, see irony (disambiguation). A Stop sign ironically defaced with a beseechment not to deface stop signs Irony (from the Ancient Greek εἰρωνεία eirōneía, meaning dissimulation… …   Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»