-
1 ειρηνικός
-
2 εἰρηνικός
-
3 εἰρηνικός
εἰρηνικός, ή, όν (X., Pla. et al.; POxy 1033, 5; LXX; EpArist 273; Philo, Spec. Leg. 1, 224 al.; TestGad 6:2; Just. D. 131, 5; Ath. 1, 2) pert. to being conducive to a harmonious relationship, peaceable, peaceful ἄνθρωπος εἰ. 1 Cl 14:5 (Ps 36:37). Of Christian σοφία Js 3:17. καρπὸν εἰ. ἀποδιδόναι yield peaceful fruit Hb 12:11.—DELG s.v. εἰρήνη. M-M. TW. Spicq. -
4 εἰρηνικός
-ή,-όν + A 11-15-6-4-13=49 Gn 34,21; 37,4; 42,11.19.31*Mi 7,3 εἰρηνικούς peaceful -םוֹלשָׁ/בְּfor MT םוּלּשִּׁ/בַּCf. DANIEL, S. 1966, 289-295; HARL 1986a, 259-260.279; →NIDNTT; TWNT -
5 εἰρηνικός
A of or for peace,λόγων -ώτατος Isoc.5.3
; ; θυσίαι peace offerings, LXX 1 Ki.11.15, al.;ἄγγελοι καὶ δαίμονες Herm.
ap. Stob.1.49.45.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἰρηνικός
-
6 ειρηνικός
pacificΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ειρηνικός
-
7 ειρηνικά
εἰρηνικόςof: neut nom /voc /acc plεἰρηνικά̱, εἰρηνικόςof: fem nom /voc /acc dualεἰρηνικά̱, εἰρηνικόςof: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
8 εἰρηνικά
εἰρηνικόςof: neut nom /voc /acc plεἰρηνικά̱, εἰρηνικόςof: fem nom /voc /acc dualεἰρηνικά̱, εἰρηνικόςof: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
9 ειρηνικώτερον
εἰρηνικόςof: adverbial compεἰρηνικόςof: masc acc comp sgεἰρηνικόςof: neut nom /voc /acc comp sg -
10 εἰρηνικώτερον
εἰρηνικόςof: adverbial compεἰρηνικόςof: masc acc comp sgεἰρηνικόςof: neut nom /voc /acc comp sg -
11 ειρηνικωτάτη
εἰρηνικόςof: fem nom /voc superl sg (attic epic ionic)——————εἰρηνικόςof: fem dat superl sg (attic epic ionic) -
12 ειρηνικωτέρα
εἰρηνικωτέρᾱ, εἰρηνικόςof: fem nom /voc /acc comp dualεἰρηνικωτέρᾱ, εἰρηνικόςof: fem nom /voc comp sg (attic doric aeolic) -
13 εἰρηνικωτέρα
εἰρηνικωτέρᾱ, εἰρηνικόςof: fem nom /voc /acc comp dualεἰρηνικωτέρᾱ, εἰρηνικόςof: fem nom /voc comp sg (attic doric aeolic) -
14 ειρηνικωτέρας
εἰρηνικωτέρᾱς, εἰρηνικόςof: fem acc comp plεἰρηνικωτέρᾱς, εἰρηνικόςof: fem gen comp sg (attic doric aeolic) -
15 εἰρηνικωτέρας
εἰρηνικωτέρᾱς, εἰρηνικόςof: fem acc comp plεἰρηνικωτέρᾱς, εἰρηνικόςof: fem gen comp sg (attic doric aeolic) -
16 ειρηνικών
-
17 εἰρηνικῶν
-
18 ειρηνικόν
-
19 εἰρηνικόν
-
20 ειρηνικώτατα
См. также в других словарях:
εἰρηνικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ειρηνικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που υπάρχει ή συμβαίνει σε καιρό ειρήνης: Έργα ειρηνικά. 2. που συντελεί στην ειρήνη, ειρηνευτικός, συμφιλιωτικός: Ειρηνικές προσπάθειες του ΟΗΕ. 3. που αγαπάει την ειρήνη, φιλειρηνικός, φιλήσυχος: Ειρηνικός λαός. – Ειρηνικός… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ειρηνικός — ή, ό (AM εἰρηνικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ειρήνη («ειρηνική περίοδος», «ειρηνικός βίος», «ειρηνικά έργα», «... εἰρηνικὰ τὰ τέλη τῆς ζωῆς ἡμῶν») 2. όποιος συντελεί στην ειρήνη ή στην ειρήνευση («ειρηνικές προσπάθειες») 3.… … Dictionary of Greek
Ειρηνικός ωκεανός — (αγγλ. Pacific Ocean). Θαλάσσια έκταση (166.000.000 τ. χλμ, 180 εκατ. τ. χλμ. μαζί με τις εσωτερικές συνεχόμενες θάλασσες) που εκτείνεται από τις αρκτικές έως τις ανταρκτικές περιοχές. Είναι ο μεγαλύτερος σε βάθος και έκταση ωκεανός της υδρογείου … Dictionary of Greek
Ειρηνικός, Βασίλειος — (13ος αι.). Ποιητής. Τα ποιήματά του αναφέρονται στους αρραβώνες του αυτοκράτορα Ιωάννη Γ’ Δούκα Βατάτζη με την Άννα, κόρη του αυτοκράτορα Φρειδερίκου Β’, και θυμίζουν δημοτικά γαμήλια τραγούδια … Dictionary of Greek
Έντγκαρ ο Ειρηνικός — (EdgarEadgar, 944 – 975). Αγγλοσάξονας βασιλιάς. Ήταν ο νεότερος γιος του Εδμόνδου του Μεγαλοπρεπούς. Ανήλθε στον θρόνο με την υποστήριξη των ευγενών που ήταν δυσαρεστημένοι από τον μεγαλύτερο αδελφό του. Ο Έ. αναμόρφωσε τον κλήρο, αναδιοργάνωσε… … Dictionary of Greek
εἰρηνικά — εἰρηνικός of neut nom/voc/acc pl εἰρηνικά̱ , εἰρηνικός of fem nom/voc/acc dual εἰρηνικά̱ , εἰρηνικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰρηνικώτερον — εἰρηνικός of adverbial comp εἰρηνικός of masc acc comp sg εἰρηνικός of neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰρηνικῶν — εἰρηνικός of fem gen pl εἰρηνικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰρηνικόν — εἰρηνικός of masc acc sg εἰρηνικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰρηνικώτατα — εἰρηνικός of adverbial superl εἰρηνικός of neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)