-
1 ειρηνικώτατα
-
2 εἰρηνικώτατα
См. также в других словарях:
εἰρηνικώτατα — εἰρηνικός of adverbial superl εἰρηνικός of neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ειρηνικώτατα
2 εἰρηνικώτατα
εἰρηνικώτατα — εἰρηνικός of adverbial superl εἰρηνικός of neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)