Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

εἰλικρίνεια

См. также в других словарях:

  • εἰλικρινείᾳ — εἰλικρινείᾱͅ , εἰλικρίνεια unmixedness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰλικρίνεια — unmixedness fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ειλικρίνεια — η (AM εἰλικρίνεια) η ιδιότητα τού ειλικρινούς, ευθύτητα, τιμιότητα αρχ. 1. καθαρότητα, διαύγεια («εἰλικρίνεια ἀέρος») 2. η καθαρότητα σε αντίθεση προς την ανάμιξη («κατὰ τὴν πρὸς ἄλληλα μῑξιν καὶ εἰλίκρινειαν αὐτῶν») …   Dictionary of Greek

  • ειλικρίνεια — η ευθύτητα, φιλαλήθεια, έλλειψη υποκρισίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εἰλικρινείας — εἰλικρινείᾱς , εἰλικρίνεια unmixedness fem acc pl εἰλικρινείᾱς , εἰλικρίνεια unmixedness fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἱλικρινείας — εἰλικρινείᾱς , εἰλικρίνεια unmixedness fem acc pl εἰλικρινείᾱς , εἰλικρίνεια unmixedness fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰλικρινείαις — εἰλικρίνεια unmixedness fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰλικρίνειαι — εἰλικρίνεια unmixedness fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰλικρίνειαν — εἰλικρίνεια unmixedness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αληθής — Ο αληθινός, ο ακριβής, ο σωστός, ο αδιάψευστος, ο βέβαιος, ο πραγματικός, ο φανερός. Στην αρχαία ελληνική, ο φιλαλήθης, ο ειλικρινής. (Αστρον.)Ο όρος α. χρησιμοποιείται συχνά στην αστρονομία για διάφορους χαρακτηρισμούς: α. άξονας περιστροφής της …   Dictionary of Greek

  • αυτοβιογραφία — Λογοτεχνικό είδος του πεζού γραπτού λόγου, στο κείμενο του οποίου ο συγγραφέας εξιστορεί την ίδια του τη ζωή. Διαφέρει από τη βιογραφία γιατί σε αυτήν ο συγγραφέας περιγράφει τη ζωή ενός άλλου προσώπου και όχι τη δική του. Η α. διαφέρει και από… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»