-
1 ειλικρινεία
-
2 εἰλικρινείᾳ
-
3 ειλικρίνεια
-
4 εἰλικρίνεια
-
5 ειλικρινεια
ἡ чистота (sc. χρώματος Arst.; ἀέρος Sext.) -
6 εἰλικρίνεια
εἰλικρίνεια, ας, ἡ (also εἰλικρινία s. W-S. §5, 13c; Mlt-H. 100; 348. Since Aristot. et al.; POxy 1252 verso II, 38; PAberd 52, 8; Wsd 7:25 v.l.; fr. εἰλικρινής) the quality or state of being free of dissimulation, sincerity, purity of motive w. ἀλήθεια 1 Cor 5:8. ἐξ εἰλικρινείας out of pure motives 2 Cor 2:17; (w. ἁπλότης; v.l. ἁγιότης) ἐν εἰ. τοῦ θεοῦ in godly sincerity 1:12.—M-M. TW. Spicq. -
7 εἰλικρίνεια
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > εἰλικρίνεια
-
8 ειλικρίνεια
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ειλικρίνεια
-
9 ειλικρίνεια
η искренность, откровенность, прямота -
10 εἰλικρίνεια
чистота, искренность.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > εἰλικρίνεια
-
11 εἰλικρινείᾳ
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > εἰλικρινείᾳ
-
12 ειλικρίνεια
[иликриниа] ουσ. Θ. искренность, откровенность,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ειλικρίνεια
-
13 ειλικρίνεια
[иликриниа] ουσ θ искренность, откровенность. -
14 εἰλικρίνεια
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἰλικρίνεια
-
15 εἰλικρίνεια
εἰλι-κρίνεια, ἡ, die Deutlichkeit, Reinheit, Echtheit; von der Farbe -
16 ειλικρίνεια
1) authenticité2) sincérité -
17 ειλικρίνεια
prawdziwość (f) rzecz. -
18 ειλικρίνεια
1) upřímnost2) věrohodnost -
19 ειλικρίνεια
1) honesty2) veracityΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ειλικρίνεια
-
20 sincérité
ειλικρίνεια
См. также в других словарях:
εἰλικρινείᾳ — εἰλικρινείᾱͅ , εἰλικρίνεια unmixedness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰλικρίνεια — unmixedness fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ειλικρίνεια — η (AM εἰλικρίνεια) η ιδιότητα τού ειλικρινούς, ευθύτητα, τιμιότητα αρχ. 1. καθαρότητα, διαύγεια («εἰλικρίνεια ἀέρος») 2. η καθαρότητα σε αντίθεση προς την ανάμιξη («κατὰ τὴν πρὸς ἄλληλα μῑξιν καὶ εἰλίκρινειαν αὐτῶν») … Dictionary of Greek
ειλικρίνεια — η ευθύτητα, φιλαλήθεια, έλλειψη υποκρισίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εἰλικρινείας — εἰλικρινείᾱς , εἰλικρίνεια unmixedness fem acc pl εἰλικρινείᾱς , εἰλικρίνεια unmixedness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἱλικρινείας — εἰλικρινείᾱς , εἰλικρίνεια unmixedness fem acc pl εἰλικρινείᾱς , εἰλικρίνεια unmixedness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰλικρινείαις — εἰλικρίνεια unmixedness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰλικρίνειαι — εἰλικρίνεια unmixedness fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰλικρίνειαν — εἰλικρίνεια unmixedness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αληθής — Ο αληθινός, ο ακριβής, ο σωστός, ο αδιάψευστος, ο βέβαιος, ο πραγματικός, ο φανερός. Στην αρχαία ελληνική, ο φιλαλήθης, ο ειλικρινής. (Αστρον.)Ο όρος α. χρησιμοποιείται συχνά στην αστρονομία για διάφορους χαρακτηρισμούς: α. άξονας περιστροφής της … Dictionary of Greek
αυτοβιογραφία — Λογοτεχνικό είδος του πεζού γραπτού λόγου, στο κείμενο του οποίου ο συγγραφέας εξιστορεί την ίδια του τη ζωή. Διαφέρει από τη βιογραφία γιατί σε αυτήν ο συγγραφέας περιγράφει τη ζωή ενός άλλου προσώπου και όχι τη δική του. Η α. διαφέρει και από… … Dictionary of Greek