-
21 upřímnost
ειλικρίνεια -
22 věrohodnost
ειλικρίνεια -
23 honesty
ειλικρίνεια -
24 prawdziwość
ειλικρίνεια -
25 açıksözlülük
ειλικρίνεια, ντομπροσύνη -
26 içtenlik
ειλικρίνεια, εγκαρδιότητα -
27 samimiyet
ειλικρίνεια, φιλαλήθεια -
28 ειλικρινείας
εἰλικρινείᾱς, εἰλικρίνειαunmixedness: fem acc plεἰλικρινείᾱς, εἰλικρίνειαunmixedness: fem gen sg (attic doric aeolic)——————εἰλικρινείᾱς, εἰλικρίνειαunmixedness: fem acc plεἰλικρινείᾱς, εἰλικρίνειαunmixedness: fem gen sg (attic doric aeolic) -
29 искренность
-
30 ειλικρίνειαν
εἰλικρίνειαunmixedness: fem acc sg——————εἰλικρίνειαν, εἰλικρίνειαunmixedness: fem acc sg -
31 задушевность
задушевн||остьж ἡ ἐγκαρδιότητα [-ης] (сердечность)! ἡ εἰλικρίνεια (искренность). -
32 искренность
и́скренн||остьж ἡ εἰλικρίνεια, ἡ εὐ-θύτητα [-ης]. -
33 непосредственность
непосредственн||остьж ἡ εἰλικρίνεια, τό αὐθόρμητο / ἡ ἀφέλεια, ἡ ἀπλοϊκότητα (детская). -
34 откровенность
откровенностьж ἡ εἰλικρίνεια, ἡ εὐθύτης, ἡ παρρησία, ἡ ελευθεροστομία. -
35 правдивость
правди́в||остьж ἡ φιλαλήθεια, ἡ ἀψεύ-δεια / ἡ εἰλικρίνεια (искренность). -
36 прямодушие
прямоду́ш||иес ἡ εὐθύτητα [-ης], ἡ εἰλικρίνεια. -
37 прямота
прямотаж ἡ εὐθύτητα [-ης], ἡ εἰλικρίνεια. -
38 сердечность
сердечн||остьяс-ή ἐγκαρδιότητα [-ης], ἡ εἰλικρίνεια. -
39 чистосердечность
чистосердечн||остьж ἡ είλικρίνεια. -
40 ειλικρινείαις
См. также в других словарях:
εἰλικρινείᾳ — εἰλικρινείᾱͅ , εἰλικρίνεια unmixedness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰλικρίνεια — unmixedness fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ειλικρίνεια — η (AM εἰλικρίνεια) η ιδιότητα τού ειλικρινούς, ευθύτητα, τιμιότητα αρχ. 1. καθαρότητα, διαύγεια («εἰλικρίνεια ἀέρος») 2. η καθαρότητα σε αντίθεση προς την ανάμιξη («κατὰ τὴν πρὸς ἄλληλα μῑξιν καὶ εἰλίκρινειαν αὐτῶν») … Dictionary of Greek
ειλικρίνεια — η ευθύτητα, φιλαλήθεια, έλλειψη υποκρισίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εἰλικρινείας — εἰλικρινείᾱς , εἰλικρίνεια unmixedness fem acc pl εἰλικρινείᾱς , εἰλικρίνεια unmixedness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἱλικρινείας — εἰλικρινείᾱς , εἰλικρίνεια unmixedness fem acc pl εἰλικρινείᾱς , εἰλικρίνεια unmixedness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰλικρινείαις — εἰλικρίνεια unmixedness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰλικρίνειαι — εἰλικρίνεια unmixedness fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰλικρίνειαν — εἰλικρίνεια unmixedness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αληθής — Ο αληθινός, ο ακριβής, ο σωστός, ο αδιάψευστος, ο βέβαιος, ο πραγματικός, ο φανερός. Στην αρχαία ελληνική, ο φιλαλήθης, ο ειλικρινής. (Αστρον.)Ο όρος α. χρησιμοποιείται συχνά στην αστρονομία για διάφορους χαρακτηρισμούς: α. άξονας περιστροφής της … Dictionary of Greek
αυτοβιογραφία — Λογοτεχνικό είδος του πεζού γραπτού λόγου, στο κείμενο του οποίου ο συγγραφέας εξιστορεί την ίδια του τη ζωή. Διαφέρει από τη βιογραφία γιατί σε αυτήν ο συγγραφέας περιγράφει τη ζωή ενός άλλου προσώπου και όχι τη δική του. Η α. διαφέρει και από… … Dictionary of Greek