-
1 εἰκών
εἰκών, όνος, ἡ ( gen. εἰκοῠς Eur. Hel. 77; acc. εἰκώ Aesch. Spt. 541; Eur. oft u. Her.; acc. plur. εἰκούς Ar. Nubb. 559 Eur. Tr. 1178), das Bild, welches einem Gegenstande gleicht, Ebenbild; ἐχϑίστου δάκους εἰκὼ φέρων, im Schilde, Aesch. Spt. 541; ὡς οὔτε εἰκὼν οὔτε εἴδωλον εἴη Plat. Soph. 264 c; Statue, χρυσῆν εἰκόνα ἀναϑήσειν Phaedr. 235 d, wie Critia. 116 e; χαλκῆ, λιϑίνη, Plut. Dem. 30 Mar. 2; – εἰκὼν γεγραμμένη, Gemälde, Plut. adv. Col. 17. – Gedankenbild, Vorstellung, νοητοῦ ϑεοῠ Plat. Tim. 92 b. – Vergleichung, Gleichniß, Plat. Phaed. 87 b Conv. 215 a; ἄλλην σοι εἰκόνα λέγω Gorg. 493 d; δι' εἰκόνων λέγειν Rep. VI, 487 e. Vgl. Arist. rhetor. 3, 4 u. Rhett. – Acc. εἰκόνα adverbial, nach Art, wie δεσμωτηρίου εἰκόνα, instar, Plat. Crat. 400 c; Long. 1, 11.
-
2 ἀπό-λαυσις
ἀπό-λαυσις, ἡ, der Genuß, Thuc. 2, 38; bes. vom Essen u. Trinken, Ath. I, 6 c; σίτων καὶ ποτῶν Xen. Mem. 2, 1, 33; ἑαυτῶν – ἔχειν Plat. Tim. 83 a; ἀγαϑῶν Isocr. 1, 27; öfter bei Sp., wie Luc.; auch = Vergeltung, ἀπόλαυσιν εἰκοῠς ἔϑανες ἄν, zur V. für deine Gestalt, Eur. Hel. 76; – τροφῆς, das Gedeihen der Nahrung, Verdauung, Medic.
См. также в других словарях:
εἰκοῦς — εἰκών likeness fem nom/voc pl (ionic) εἰκών likeness fem gen sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκούς — εἰκών likeness fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εικόνα — (Μαθημ.). Αν A,B δύο σύνολα, F μία απεικόνιση από το Α στο Β, δηλαδή ένα μη κενό υποσύνολο του καρτεσιανού γινομένου A x Β (Fc = A x Β) και (χ,ψ) F, τότε το ψ ονομάζεται μια ε. του χ κατά την απεικόνιση ψ. γεωμετρική ε. συνάρτησης. Αν f είναι… … Dictionary of Greek
σινδούς — Α αιτ. πληθ. τού σινδών. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για την αιτ. πληθ. τής λ. σινδών*, κατά το εἰκών: εἰκούς] … Dictionary of Greek
φτερό — Καθένας από τους κεράτινους σχηματισμούς του δέρματος που, μαζί με τα πούπουλα, καλύπτουν το σώμα των πουλιών. Σε ένα φ. διακρίνονται ο άξονας ή μεσαίο στέλεχος και το γένειο. Το κατώτερο μέρος του άξονα, που ονομάζεται κάλαμος, είναι κοίλο,… … Dictionary of Greek
ԱՌՏՆԻՆ — ( ) NBH 1 0312 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 8c մ. ԱՌՏՆԻՆ կամ ԱՌ ՏՆԻՆ κατ’εἵκον, εἵκους in domo, circa domum, domi Առ տանն. ʼի տան. առանձինն. տանը մէջ, տունը. ... *Առ տնին բեկանել զհացն, կամ ուսուցանել. ԳԾ. ՟Բ 46: ՟Ե 42: ՟Ի 20:… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)