-
1 εικονικά
εἰκονικόςrepresenting a figure: neut nom /voc /acc plεἰκονικά̱, εἰκονικόςrepresenting a figure: fem nom /voc /acc dualεἰκονικά̱, εἰκονικόςrepresenting a figure: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
2 εἰκονικά
εἰκονικόςrepresenting a figure: neut nom /voc /acc plεἰκονικά̱, εἰκονικόςrepresenting a figure: fem nom /voc /acc dualεἰκονικά̱, εἰκονικόςrepresenting a figure: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
3 εικονικάς
-
4 εἰκονικάς
См. также в других словарях:
εἰκονικά — εἰκονικός representing a figure neut nom/voc/acc pl εἰκονικά̱ , εἰκονικός representing a figure fem nom/voc/acc dual εἰκονικά̱ , εἰκονικός representing a figure fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εικονικά σωμάτια — Φανταστικά σωμάτια, τα οποία δεν μπορούν να ανιχνευθούν και εμφανίζονται κατά τις αλληλεπιδράσεις των στοιχειωδών σωματίων για εξαιρετικά σύντομα χρονικά διαστήματα. Σύμφωνα με την αρχή της αβεβαιότητας (βλ. λ.), το γινόμενο της αβεβαιότητας στη… … Dictionary of Greek
εἰκονικάς — εἰκονικά̱ς , εἰκονικός representing a figure fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αβανταδόρος — ο (θηλ. α και ισσα) 1. αυτός που παίζοντας εικονικά με χρήματα χαρτοπαικτικής λέσχης έχει σκοπό να παρασύρει και άλλους στο παιχνίδι 2. αυτός που αγοράζει εικονικά από μικροπωλητή τού πεζοδρομίου για να προσελκύσει αγοραστές 3. γενικά, όποιος ζει … Dictionary of Greek
Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… … Dictionary of Greek
αεριτζής — ο (θηλ. ού και ίνα) 1. εκείνος που συμμετέχει σε κερδοσκοπικές επιχειρήσεις χωρίς να διακινδυνεύει προσωπικό κεφάλαιο, εκείνος δηλαδή που αμείβεται με «αέρα» 2. (ειδικότ.) εκείνος που παίζει με «αέρα» (προσυμφωνημένη αμοιβή ή ποσοστά επί τών… … Dictionary of Greek
παρατηρητήριο — Ειδική θέση από την οποία παρακολουθούνται οι κινήσεις και οι δραστηριότητες του εχθρού. Π. χρησιμοποιούνται σε όλες τις μορφές της μάχης και η τοποθεσία του ορίζεται από τον διοικητή. Όταν η επίθεση βρίσκεται σε εξέλιξη, το π. μπορεί να είναι… … Dictionary of Greek
Βιό, Τέοφιλ ντε- — (Theophile de Viau,Κλαράκ, Αζάν 1590 – Παρίσι 1626).Γάλλος ποιητής. Προερχόμενος από προτεσταντική οικογένεια, υπέστη επανειλημμένες διώξεις κατηγορούμενος για ακολασίες και αναγκάστηκε να μείνει πολλές φορές στην εξορία. Πέθανε πιθανώς από… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… … Dictionary of Greek
Κοβαλέφσκαγια, Σοφία Βασιλίεβνα — (Sofya Vasilievna Kovalevskaya, Μόσχα 1850 – Στοκχόλμη 1891). Ρωσίδα μαθηματικός, συγγραφέας και δημοσιολόγος. Σε πολύ νεαρή ηλικία, έδειξε την κλίση της στα μαθηματικά, έχοντας πάντα την υποστήριξη του δασκάλου της, του καθηγητή A.N.… … Dictionary of Greek
Σουδάν — Κράτος της Βόρειας Αφρικής. Συνορεύει στα Β με την Αίγυπτο και τη Λιβύη, στα Δ με το Τσαντ και την Κεντροαφρικάνικη Δημοκρατία, στα Ν με το Κόνγκο, την Ουγκάντα και την Κένυα και στα Α με την Αιθιοπία και την Ερυθραία, ενώ το ΒΑ τμήμα της… … Dictionary of Greek