-
1 εικονικάς
-
2 εἰκονικάς
См. также в других словарях:
εἰκονικάς — εἰκονικά̱ς , εἰκονικός representing a figure fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 εικονικάς
2 εἰκονικάς
εἰκονικάς — εἰκονικά̱ς , εἰκονικός representing a figure fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)