-
1 ειδικός
-
2 εἰδικός
-
3 εἰδικός
εἰδικός, das εἶδος betreffend, speciell, dem γενικός entgeggstzt, Schol. Ar. Av. 102 u. oft bei Sp. Bei Plut. plac. phil. 1, 3 steht τὸ ποιητικὸν καὶ εἰδικόν dem παϑητικὸν καὶ ὑλικόν gegenüber, das Formelle dem Materiellen. – Adv. εἰδικῶς, speciell, Sp., Inscr. 2222.
-
4 ειδικος
-
5 εἰδικός
εἰδικός, das εἶδος betreffend, speziell, dem γενικός entgeggstzt; oft steht τὸ ποιητικὸν καὶ εἰδικόν dem παϑητικὸν καὶ ὑλικόν gegenüber, das Formelle dem Materiellen. Adv. εἰδικῶς, speziell -
6 ειδικός
η, ό[ν] 1.1) специальный, особый; экстренный; 2) специфический, характерный, особенный; 3) специализирующийся;ειδικός στοματολόγος — специалист-стоматолог;
§ ειδικЬ βάρος — удельный вес;
2. (ο)1) специалист; эксперт; 2) врач-специалист;να πας να κοιταχτείς σε κανέναν ειδικό — сходи покажись какому-нибудь специалисту
-
7 ειδικός
[идикос] επ. специальный, особый,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ειδικός
-
8 ειδικός
[ндикос] ουσ. а. специалистΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ειδικός
-
9 ειδικός
[идикос] επ специальный, особый. -
10 ειδικός
[ндикос] ουσ α специалист. -
11 εἰδικός
A specific, opp.γενικός, ὄνομα D.T.636.14
, A.D.Synt.230.11 ([comp] Sup.), cf. Porph.Intr.4.16 ([comp] Sup.), al.;ἀντίρρησις S.E.M.1.39
([comp] Comp.);ἀρεταί Phld.D.3
Fr.82, cf. Ph.1.140;τὰς γενικὰς καὶ τὰς εἰ. τῶν σημείων παραλλαγάς Phld.Sign.Fr.2
;αἰσθήσεις Placit.4.10.1
; εἰδικώτατον, τό, = Lat. infima species, Stoic.3.214, cf. Dam.Pr.87. Adv. - specifically.Stoic.
2.77, Dsc.5.75.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἰδικός
-
12 ειδικός
1) expert2) spécialiste3) spécifique -
13 ειδικός
1) biegły przym.2) ekspert (m) rzecz.3) fachowiec (m) rzecz.4) rzeczoznawca (m) rzecz.5) znawca (m) rzecz. -
14 ειδικός
1) odborník2) zkušený3) zvláštní -
15 ειδικός
1) expert2) particularΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ειδικός
-
16 специальный
ειδικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > специальный
-
17 spécialiste
ειδικός -
18 spécifique
ειδικός -
19 ekspert
ειδικός -
20 fachowiec
ειδικός
См. также в других словарях:
εἰδικός — specific masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ειδικός — ή, ό (AM εἰδικός, ή, όν) [είδος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ορισμένο είδος ή περίπτωσης («ειδικός όρος») 2. ιδιαίτερος, προορισμένος για περιορισμένη χρήση («ειδικό φάρμακο») νεοελλ. (αρσ. ως ουσ.) ο ειδικός αυτός που έχει αποκτήσει… … Dictionary of Greek
ειδικός — ή, ό 1. που ανήκει ή αναφέρεται σε ορισμένο είδος ή σε ορισμένες περιπτώσεις, που έχει ορισμένο σκοπό ή προορισμό: Ψηφίστηκε ειδικός νόμος για τους παραπηγματούχους. 2. που ασχολείται σε ορισμένο κλάδο επιστήμης ή τέχνης, που έχει ειδικότητα σ… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εἰδικά — εἰδικός specific neut nom/voc/acc pl εἰδικά̱ , εἰδικός specific fem nom/voc/acc dual εἰδικά̱ , εἰδικός specific fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδικώτερον — εἰδικός specific adverbial comp εἰδικός specific masc acc comp sg εἰδικός specific neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδικωτάτων — εἰδικός specific fem gen superl pl εἰδικός specific masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδικωτέραις — εἰδικός specific fem dat comp pl εἰδικωτέρᾱͅς , εἰδικός specific fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδικωτέρων — εἰδικός specific fem gen comp pl εἰδικός specific masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδικῶν — εἰδικός specific fem gen pl εἰδικός specific masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδικόν — εἰδικός specific masc acc sg εἰδικός specific neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδικώτατα — εἰδικός specific adverbial superl εἰδικός specific neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)