Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

εύφορη

  • 1 γή

    η
    1) земля, земной шар;

    ο άξων της γής — земная ось;

    ο φλοιός της γής — земная кора;

    2) земля, почва, грунт;

    εύφορη γή — плодородная земля;

    χέρσα γή — целина;

    θηραϊκή γή — фарфоровая глина;

    γή αργιλλώδης — глинистая почва;

    γή αμμώδης — песчаный грунт;

    3) земля, поле, участок земли; земельный участок;

    σπαρμένη γή — посевная площадь;

    εργάτης γής — а) сельскохозяйственный рабочий; — б) батрак;

    4) земля, территория, местность, страна;

    Σοβιετική γή — Советская земля;

    5) земля, суша, материк;

    κατά γήν και κατά θάλασσαν — на суше и на море;

    κατά γήν στρατιωτικές δυνάμεις — наземные войска;

    § μαύρη γή(ς) — ад;

    άγνωστος γήтёмный лес (для кого-л.), земли незнаемая (лат. терра инкогнита);

    γή της επαγγελίας — земли обетованная;

    αγαθά ( — или καλά) της γής — земные блага;

    κατά γής — наземь, на землю;

    όπου γής — в любой точке земного шара;

    γήν ορώ — вот и конец мучениям;

    τα κάνω γής Μαδιάμ — разрушить всё до основания;

    κινώ γή και ουρανό — пустить в ход все средства; — сделать всё возможное;

    δεν πατάει στη γή — а) ног под собой не чувствовать, быть вне себя от радости; — б) витать в облаках;

    άνοιξε ( — или σκίστηκε) η γή και τον κατάπιε — он как сквозь землю провалился;

    στον ουρανό το γύρευα και στη γή το βρήκα — погов. счастье с неба свалилось

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > γή

  • 2 εύφορος

    η, ο [ος, ον ]
    1) плодородный, благодатный;

    εύφορη γη — плодородная земли;

    2) прям., перен. плодовитый, урожайный

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > εύφορος

См. также в других словарях:

  • εὐφορῇ — εὐφορέω bear well pres subj mp 2nd sg εὐφορέω bear well pres ind mp 2nd sg εὐφορέω bear well pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μεσσηνία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή και νομός (2.991 τ. χλμ., 176.876 κάτ.) της νοτιοδυτικής Πελοποννήσου, που υπάγεται στην περιφέρεια Πελοποννήσου. Συνορεύει Β με τον νομό Ηλείας, Α με τους νομούς Αρκαδίας και Λακωνίας, ενώ στα Δ, στα Ν και κατά ένα… …   Dictionary of Greek

  • Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Αλσατία — I (γαλλ. Alsace, γερμ. Elsass). Περιοχή (8.280 τ. χλμ., 1.734.115 κάτ. το 1999) της ανατολικής Γαλλίας. Εκτείνεται από τα Β στα Ν, περίπου για 200 χλμ., μεταξύ του Ρήνου στα Α, των Βοσγιών στα Δ, και του γαλλοελβετικού Ιούρα στα Ν. Είναι εύφορη,… …   Dictionary of Greek

  • Αχαΐα — Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της βορειοδυτικής Πελοποννήσου και διοικητική διαίρεση (νομός) με πρωτεύουσα την Πάτρα, έκταση 3.209 τ. χλμ. (791 πεδινά, 462 ημιορεινά και 1.956 ορεινά) και πληθυσμό 322.789 κάτ.. Ο νομός συνορεύει στα Α με τον… …   Dictionary of Greek

  • Βουλγαρία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Β με τη Ρουμανία, στα Δ με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία (ΒΔ) και την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΝΔ), στα Ν με την Ελλάδα και την Τουρκία, ενώ Α βρέχεται από… …   Dictionary of Greek

  • Γκαρ — (Gard).Νομός (5.853 τ. χλμ., 623.125 κάτ. το 1999) της νότιας Γαλλίας. Το έδαφός του είναι ορεινό και το κλίμα του καθαρά μεσογειακό. Οι κάτοικοι ασχολούνται κυρίως με τη δασοκομία και την εκτροφή βοοειδών. Καλλιεργούν επίσης δημητριακά στις… …   Dictionary of Greek

  • Δομινικανή Δημοκρατία — Επίσημη ονομασία: Δομινικανή Δημοκρατία Έκταση: 48.730 τ. χλμ Πληθυσμός: 8.721.594 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Σάντο Ντομίνγκο (2.061.302 κάτ. το 2001)Κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική, που καταλαμβάνει το ανατολικό τμήμα του… …   Dictionary of Greek

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

  • Καρδίτσης, νομός — Διοικητική διαίρεση (2.576 τ. χλμ., 129.541 κάτ.) της περιφέρειας Θεσσαλίας με πρωτεύουσα την Καρδίτσα. Συνορεύει στα Β με τον νομό Τρικάλων, στα Α με τον νομό Λαρίσης, στα ΝΑ με τον νομό Φθιώτιδος, στα Ν με τους νομούς Ευρυτανίας και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»