-
1 εὐφορέω
A bear well, be productive, Hp.Ep.10, Ev.Luc.12.16, Ph.2.64, al.: metaph.,λόγος εὐ. πλημμύραις ῥημάτων καὶ ὀνομάτων Id.1.690
( ἐμφ- cod.): c. acc.,εὐ. σταφυλάς Gal.1.547
.II of ships, have a prosperous voyage, Luc.Lex.15.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐφορέω
-
2 εὐφόρητος
εὐφόρ-ητος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐφόρητος
-
3 εὐφορία
εὐφορ-ία, ἡ,2 sense of well-being in disease,τοῦ νοσοῦντος Herod.Med.
in Rh.Mus.58.106, cf. Gal.11.10, 14.615, Orib.Syn.6.6.II fertility, Ph.2.57, al.: in pl.,γαστέρων εὐφορίαι Hp.Epid.6.7.2
; periods of productivity, Chrysipp.Stoic.2.337; ψυχῶν εὐφορίαι ibid.; abundant produce, καρπῶν, οἴνου, Xenag.3, Alciphr. 1.24;ἐλαίου IG22.1100.59
;σίτου Ἀρχ. Ἐφ. 1913.7
(Nisyros, iii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐφορία
См. также в других словарях:
κηπουρός — ο (ΑΜ κηπουρός, Α μτγν. τ. κηπωρός) αυτός που περιποιείται και καλλιεργεί κήπο, περιβολάρης («γεωργόν τε έμέ, και κηπουρόν», Φιλόστρ.) αρχ. 1. αυτός που φυλάει κήπο («κηπουρὸς ὄφις», Ευφορ.) 2. τίτλος κωμωδίας τού Αντιφάνους. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ.… … Dictionary of Greek
λιπαίνω — (AM λιπαίνω) [λίπα] 1. επιχρίω, αλείφω με λίπος ή με άλλη λιπαρή ουσία («λιπαίνειν τὴν κεφαλὴν ἐλαίῳ», Ιπποκρ.) 2. λαδώνω ένα περιστρεφόμενο εξάρτημα, ιδίως άξονα, μηχανήματος για να τό προστατεύσω και να τό συντηρήσω από τη φθορά που γίνεται με… … Dictionary of Greek
πρηνίζω — ΝΜΑ, δωρ. και αττ. τ. πρανίζω Α [πρηνής] νεοελλ. βάζω κάποιον με το πρόσωπο προς το έδαφος, προς τα κάτω, δηλ. πρηνηδόν, τόν πιστομίζω μσν. αρχ. 1. καταστρέφω, κατακρημνίζω κάτι («ἐπρήνιζε τὴν Εὐρυμέδοντος πόλιν», Ευφορ.) 2. παθ. πρηνίζομαι… … Dictionary of Greek
υπογείνομαι — Α γεννώ («οὕνεκα δέ μιν ἶφι βιησαμένη Ἑλένη ὑπεγείνατο Θησεῑ», Ευφορ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + γείνομαι «τεκνοποιώ»] … Dictionary of Greek
φήμις — και δωρ. τ. φᾱμις, ιος, ἡ, Α 1. λόγος, ομιλία («ἤ τινά που καὶ φῆμιν ἐνὶ Τρώεσσι πύθοιτο», Ομ. Ιλ.) 2. η γνώμη ή κρίση τού λαού σχετικά με πρόσωπο, γεγονός ή κατάσταση, η οποία εκφέρεται σε δημόσια συνέλευση («χαλεπὴ δ ἔχε δήμου φῆμις», Ομ. Οδ.)… … Dictionary of Greek