-
1 εύπορος
[эфпорос] εκ. состоятельный, зажиточный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > εύπορος
-
2 зажиточный
-
3 обеспеченный
обеспеченный 1) (чём-л.) εξασφαλισμένος 2) (состоятельный) εύπορος, ευκατάστατος* * *1) (чем-л.) εξασφαλισμένος2) ( состоятельный) εύπορος, ευκατάστατος -
4 безбедный
безбедн||ыйприл εὐπορος, εὐκατάστατος:\безбедныйое существование ὁ ἀνετος βίος, ἡ εὐπορη ζωή. -
5 зажиточный
зажи́точн||ыйприл εὔπορος, ἄνετος. -
6 крестьянин
крестьян||инм ὁ ἀγρότης, ὁ χωριάτης, ὁ χωρικός:зажиточный \крестьянин ὁ εὔπορος ἀγρότης· безземельный \крестьянин ὁ ἀκτήμονας ἀγρότης. -
7 обеспеченный
обеспечен||ныйприл εὐπορος, εὐκατάστατος. -
8 состоятельный
состоятельный Iприл1. (платежеспособный) ἀξιόχρεος, ἀξιόχρεως·2. (с достатком) ἐΰπορος, εὐκατάστατος/ πλούσιος (богатый).состоятельный IIприл (обоснованный) βάσιμος -
9 средство
средств||ос1. в разн. знач. τό μέσον τρόπος:\средствоа производства τά μέσα τής παραγωγής· \средствоа сообщения τά μέσα ἐπικοινωνίας· \средствоа к существованию τά μέσα διαβιώσεως· использовать все \средствоа μεταχειρίζομαι (или χρησιμοποιώ) ὅλα τά μέσα·2. (медицинское и т. ἡ.) τό φάρμακο[ν]:\средство от насекомых τό ἐντομο-κτόνον перевязочные \средствоа τά ὑλικά ἐπι-δέσεως·3. \средствоа мн. (достаток) τά μέσα, οἱ πόροι ζωής, τά προς τό ζήν:денежные \средствоа τά χρήματα, τά κεφάλαια· человек со \средствоами εὔπορος ἄνθρωπος. -
10 стесняться
стесня||тьсяντρέπομαι, διστάζω:он \стеснятьсяется вам сказать διστάζει νά σᾶς πει· не \стеснятьсяйтесь! μή ντρέπεστε!· ◊ не \стесняться в средствах δέν στενοχωρούμαι οίκονομικά, εἶμαι εὔπορος. -
11 обеспеченный
[αμπισπιέτσιεννυϊ] εκ. εύπορος, ευκατάστατος -
12 состоятельный
[σασταγιάτιλ'νυΐ] επ. εύπορος, ευκατάστατος -
13 обеспеченный
[αμπισπιέτσιεννυϊ] επ εύπορος, ευκατάστατος -
14 состоятельный
[σασταγιάτιλ'νυϊ] επ εύπορος, ευκατάστατος -
15 безбедный
επ., βρ: -ден, -дна, -дноεύπορος, ευκατάστατος. -
16 достаточный
επ., βρ: -чен, -чна, -чно1. αρκετός, επαρκής, ικανός•-ые основания для отказа αρκετοί λόγοι για άρνηση.
2. παλ. εύπορος, ευκατάστατος•-ая семья εύπορη οικογένεια.
-
17 зажиточный
επ., βρ: -чен, -чна, -оεύπορος, ευκατάστατος. -
18 имущий
επ.εύπορος, ευκατάστατος• πλούσιος•-ие классы οι εύπορες τάζεις•
власть -их η εξουσία των πλουσίων.
-
19 малоимущий
επ., βρ: -мущ, -а, -еλίγο εύπορος φτωχός, αναγκεμένος, ενδεής. -
20 малосостоятельный
επ. βρ: -лен, -льна, -о.1. λίγο εύπορος, -ευκατάστατος.2. μτφ. αβάσιμος•-ые доводы αβάσιμα επιχειρήματα.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
εὔπορος — easy to pass masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύπορος — (2ος αι. π.Χ.). Θεσσαλός ανδριαντοποιός. * * * η, ο (ΑΜ εὔπορος, ον) αυτός που έχει αρκετούς ή άφθονους πόρους, ο ευκατάστατος, ο πλούσιος νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο εύπορος κολεόπτερο έντομο τής οικογένειας τών κεραμβυκιδών μσν. αρχ. 1. καλά… … Dictionary of Greek
εύπορος — η, ο αυτός που έχει πόρους, αφθονία υλικών αγαθών, ευκατάστατος, πλούσιος (αντίθ. άπορος) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐπορώτερον — εὔπορος easy to pass masc acc comp sg εὔπορος easy to pass neut nom/voc/acc comp sg εὔπορος easy to pass adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπορωτάτων — εὔπορος easy to pass fem gen superl pl εὔπορος easy to pass masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπορωτέραις — εὔπορος easy to pass fem dat comp pl εὐπορωτέρᾱͅς , εὔπορος easy to pass fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπορωτέρων — εὔπορος easy to pass fem gen comp pl εὔπορος easy to pass masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπορώτατα — εὔπορος easy to pass adverbial superl εὔπορος easy to pass neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπορώτατον — εὔπορος easy to pass masc acc superl sg εὔπορος easy to pass neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπόρως — εὔπορος easy to pass adverbial εὔπορος easy to pass masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔπορον — εὔπορος easy to pass masc/fem acc sg εὔπορος easy to pass neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)