Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

εξασφαλισμένος

  • 1 обеспеченный

    обеспеченный 1) (чём-л.) εξασφαλισμένος 2) (состоятельный) εύπορος, ευκατάστατος
    * * *
    1) (чем-л.) εξασφαλισμένος
    2) ( состоятельный) εύπορος, ευκατάστατος

    Русско-греческий словарь > обеспеченный

  • 2 безусловный

    επ., βρ: -вен, -вна, -вно
    απεριόριστος, απόλυτος, πλήρης•

    -ое доверие απόλυτη εμπιστοσύνη.

    || χωρίς όρο•

    безусловный рефлекс απλό, μη εξαρτημένο ανακλαστικό.

    || αναμφίβολος, βέβαιος, εξασφαλισμένος.

    Большой русско-греческий словарь > безусловный

  • 3 замок

    -мка α.
    1. πύργος•

    средневековый -μεσαιωνικός πύργος.

    2. παλ. φυλακή (κτίριο).
    -мка α.
    1. κλειδαριά, -ωνιά, κλείθρο•

    внутренний замок εσωτερική (χωνευτή) κλειδαριά•

    висящий замок κρεμαστή κλειδαριά (λουκέτο).

    2. κλείστρο όπλου.
    3. ξυλοδεσία.
    4. (αρχτ.) κλειδί θόλου.
    5. φερμουάρ, πόρπη, κουμπωτήρι.
    εκφρ.
    быть на -е ή под -ом – είμαι κλειδωμένος•
    держать под -ом – κρατώ κλειδωμένον (περιορισμέ νον)•
    за семью (ή десятью) -ами – διπλοκλειδωμένος (εξασφαλισμένος).

    Большой русско-греческий словарь > замок

  • 4 необеспеченный

    επ.
    μη εξασφαλισμένος οικονομικά, άπορος, αναγκεμένος, ενδεής, στερούμενος τα προς του ζειν. || ανεφοδίαστος.
    (οικον.) χωρίς αντίκρυσμα.

    Большой русско-греческий словарь > необеспеченный

  • 5 обеспеченный

    επ. από μτχ.
    εξασφαλισμένος• επαρκής, αρκετός.

    Большой русско-греческий словарь > обеспеченный

  • 6 одетый

    επ. από μτχ.
    1. ντυμένος.
    2. εξασφαλισμένος από ρούχα.

    Большой русско-греческий словарь > одетый

  • 7 сохранность

    θ.
    ασφάλεια• ακεραιότητα•

    быть всохранностьи είμαι σε ασφάλεια, εξασφαλισμένος•

    ваша посылка пришла всохранностьи το δέμα σας ήρθε άθικτο.

    Большой русско-греческий словарь > сохранность

  • 8 стена

    -ы, αιτ. стену, πλθ. стены, -ам α.
    1. τοίχος•

    каменная стена πέτρινος τοίχος•

    -ы комнаты οι τοίχοι του δωματίου.

    2. το τείχος•

    стена окружить -ой περιβάλλω με τείχος (περιτειχίζω)•

    -ы города τα τείχη της πόλης.

    || μτφ. εμπόδιο, πρόσκομμα, κώλυμα•

    непроницаемая -αδιαπέραστο τείχος, (ανυπέρβλητο εμπόδιο).

    3. πλευρά• κάθετη επιφάνεια•

    стена рва η πλευρά της τάφρου.

    εκφρ.
    стена об -у – α) δίπλα, πλάι. β) στο διπλανό, στο γειτονικό (δωμάτιο, σπίτι)•
    стена в -уβλ. προηγούμενη έκφραση•
    стена на -уβλ. стенка на стенку• встать ή стать -ой ξεσηκώνομαι σύσσωμος•
    в четыре -ах (сидеть,житьκ.τ.τ.) κάθομαι, ζω στους τέσσερ ις τοίχους (ζω απομονωμένος)•
    как за каменной -ой быть, находиться – σαν να προστατεύομαι από πέτρινο τοίχο (πλήρως εξασφαλισμένος• άτρωτος)•
    как на каменную -у положиться ή надеяться – βασίζομαι πλήρως.

    Большой русско-греческий словарь > стена

См. также в других словарях:

  • ακατοχύρωτος — η, ο (Α ἀκατοχύρωτος, ον) [κατοχυρώνω] 1. αυτός που δεν είναι οχυρωμένος, εξασφαλισμένος με οχυρωματικά έργα 2. εκείνος που δεν είναι εξασφαλισμένος με τα κατάλληλα νομικά μέτρα «ακατοχύρωτο πολίτευμα» …   Dictionary of Greek

  • άφοβος — η, ο (AM άφοβος, ον) αυτός που δεν φοβάται νεοελλ. επίρρ. άφοβα χωρίς φόβο, με θάρρος (αρχ.μσν.) 1. αυτός που δεν προκαλεί φόβο 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἄφοβον η τόλμη μσν. όποιος δεν έχει να φοβηθεί τίποτε, ο εξασφαλισμένος …   Dictionary of Greek

  • έγγυος — ἔγγυος, ον (Α) 1. εγγυημένος, εξασφαλισμένος 2. ασφαλής 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἔγγυος ο εγγυητής. [ΕΤΥΜΟΛ. Το έγγυος ως επίθ. «εγγυημένος» προήλθε ίσως κατ απόσπαση από μεταγενέστερα σύνθετα, εκτός αν θεωρηθεί και αυτό (όπως και το ουσ. έγγυος… …   Dictionary of Greek

  • ανέγγυος — ἀνέγγυος, ον (Α) 1. ο μη εξασφαλισμένος με εγγύηση, ανεγγύητος, αβέβαιος 2. αφερέγγυος 3. (για παιδί) μη νόμιμο, νόθο 4. (για γυναίκα) μη μνηστευμένη, ανύπαντρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + εγγύη «εγγύηση»] …   Dictionary of Greek

  • ενυπόθηκος — η, ο (Μ ἐνυπόθηκος, η, ον) νεοελλ. (για ακίνητο) αυτός που έχει επιβαρυνθεί με υποθήκη, υποθηκευμένος («ενυπόθηκο κτήμα») μσν. 1. (για δανειστή) αυτός που δέχεται υποθήκη («ἐνυπόθηκος [ενν. δανειστής] ὅστις ἔλαβεν ύποθήκην ἤ οἶκον ἤ κτῆμα»,… …   Dictionary of Greek

  • εξασφαλίζω — (AM ἐξασφαλίζω) [ασφαλίζω] 1. καθιστώ ασφαλή, κατοχυρώνω («ἐξασφαλισάμενος τὰ καθ αὐτόν», Φιλόδ.) 2. επιδιώκω ή κατορθώνω να προφυλάξω κάτι που μού ανήκει («εξασφαλίστηκα με υποθήκη») 3. (σε παρωχημ. χρόνο) έχω τακτοποιήσει οικονομικά το μέλλον… …   Dictionary of Greek

  • επισφαλής — ές (Α ἐπισφαλής) 1. αυτός που κινδυνεύει να πέσει, που υπόκειται σε πτώση, αβέβαιος, ασταθής (α. «η θέση τής κυβέρνησης είναι επισφαλής» β. «τὰ μεγάλα πάντ’ ἐπισφαλῆ», Πλάτ.) 2. (για κτίσματα) σαθρός, ετοιμόρροπος αρχ. 1. αυτός που ενέχει… …   Dictionary of Greek

  • θαρρώ — (Α θαρσῶ, νεώτ. αττ. τ. θαρρῶ, έω, Μ θαρρῶ και θαρσῶ) 1. έχω θάρρος, τόλμη, ψυχικό σθένος 2. εμπιστεύομαι, έχω εμπιστοσύνη, έχω πεποίθηση σε κάποιον, στηρίζομαι σε κάποιον νεοελλ. νομίζω, υποθέτω, πιστεύω, έχω την πεποίθηση (α. «θαρρώ πως θα… …   Dictionary of Greek

  • καβάλα — Πόλη (υψόμ. 53 μ., 58.663 κάτ.) και λιμάνι της Μακεδονίας, πρωτεύουσα του νομού Κ. και έδρα του ομώνυμου δήμου. Η Κ. είναι χτισμένη αμφιθεατρικά –ο αρχικός πυρήνας της πόλης είναι χτισμένος σε δύο λόφους, που τους ενώνει το παλιό μνημειώδες… …   Dictionary of Greek

  • λίζινγκ — (leasing). Διεθνής αγγλικός όρος που υποδηλώνει τη χρηματοδοτική μίσθωση. Πρόκειται για ένα είδος χρηματοδότησης που αρχικά αφορούσε επιχειρήσεις και μεγάλα κεφαλαιουχικά στοιχεία (μηχανολογικό εξοπλισμό ή ακίνητα κλπ.), αλλά στη συνέχεια… …   Dictionary of Greek

  • εξασφαλίζομαι — εξασφαλίζομαι, εξασφαλίστηκα, εξασφαλισμένος βλ. πίν. 34 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»