-
41 συντροφιά
συντροφία η 1.1) компания; общество;μας έλειψε η συντροφιά σου — нам не хватало твоего общества;
με κάποιον — в обществе кого-л.;στη συντροφιά μας δεν τα σηκώνουμε αυτά — мы не терпим такого в своей компании;
κάνω ( — или κρατώ) συντροφιά σε κάποιον — а) водить компанию с кем-л.; — б) составить компанию кому-л.;
γιά συντροφιά — за компанию;
2) товарищество, компания;εμπορική συντροφιά — торговая фирма;
θα έχουμε συντροφιά όλοι στα κέρδη — доходы будем делить на всех;
2. επίρρ. вместе; сообща;πάμε συντροφιά στην αγορά — пошли вместе на базар
-
42 σφίξη
η1) сжимание, сдавливание, стискивание; прижимание; 2) настоятельная необходимость, нужда;έχω μεγάλες σφίξεις γιά λεφτά — очень нуждаться, быть очень стеснённым в деньгах;
δεν έχουμε και καμμιά σφίξη — нет никакой необходимости, нужды;
3) запор (кишечника);4) естественная надобность, позыв -
43 σχολείο(ν)
σχολειό τό1) школа; училище;δημοτικό σχολείο(ν) — начальная школа (в Греции);
πηγαίνω σχολείο(ν) — ходить в4 школу, учиться в школе;
εβγαλα το σχολείο(ν) — я закончил школу;
2) школьные уроки, занятия;αύριο δεν εχουμε σχολείο(ν) — завтра у нас занятий не будет
-
44 σχολείο(ν)
σχολειό τό1) школа; училище;δημοτικό σχολείο(ν) — начальная школа (в Греции);
πηγαίνω σχολείο(ν) — ходить в4 школу, учиться в школе;
εβγαλα το σχολείο(ν) — я закончил школу;
2) школьные уроки, занятия;αύριο δεν εχουμε σχολείο(ν) — завтра у нас занятий не будет
-
45 τράβηγμα
τό1) таскание, дёргание;τράβηγμα από τ' αφτιά — таскание за уши;
2) натягивание;τράβηγμα του σκοινιού — натягивание верёвки;
3) вытягивание, вытаскивание; выкачивание (жидкости);4) перен. затягивание; 5) πλ. хлопоты; возня;αυτό έχει πολλά τράβήγματα — это хлопотливая затея;
6) последствие;υστέρα να μην έχουμε τράβήγματα — как бы потом нам не пришлось отвечать;
7) тяга (в трубе и т. п.);8) полигр, печатание; 9) эк выдача (векселя) -
46 χρειαζούμενα
τα1) необходимые средства, необходимое;έχουμε όλα τα χρειαζούμενα — у нас есть всё необходимое;
2) удобства;σπίτι με όλα τα χρειαζούμενα — дом со всеми удобствами
-
47 ψωμί
τό1) хлеб;ψωμί σιταρένιο — пшеничный хлеб;
άσπρο (μαύρο, μπαγιάτικο) ψωμί — белый (чёрный, чёрствый) хлеб;
ένα κομμάτι ψωμί — ломоть или кусочек хлеба;
ψωμί μονό — ока хлеба;
ψωμί διπλό — два ока хлеба;
2) хлеб; еда, кушанье, пища;έφαγε ψωμί — к' έφυγε αμέσως — поел и сейчас же ушёл;
§ βγάζω το ψωμί μου — зарабатывать свой хлеб, зарабатывать себе на пропитание;
παίρνω το ψωμί κάποιου — отбивать у кого-л. хлеб;
έχω το ψωμί μου — иметь свои с;
редства; иметь средства существования;τρώγω ψωμί και σουγιά — перебиваться с хлеба на квас;
δεν έχει ψωμί να φάει — он голодает;
αυτή η δουλειά έχει ψωμί — это хлебная должность;
λίγα είναι τα ψωμιά του — он долго не протянет;
φάγαμε ψωμί κι' αλάτι μαζί — мы с ним вместе пуд соли съели; — мы с ним старые друзья;
θα φδς πολλά ψωμιά ακόμα — а) придётся тебе ещё потрудиться; — б) тебя ещё многое ожидает, тебе ещё многое придётся увидеть;
ψωμί δεν εχουμε, ρεπανάκια γιά την όρεξη γυρεύομε — погов, ест орехи, а на зипуне прорехи
См. также в других словарях:
περίθλαση — Φυσικό φαινόμενο που οφείλεται στην απόκλιση ενός κύματος από την ευθύγραμμη διάδοση και παρατηρείται όταν το κύμα αυτό διέρχεται μέσω οπών ή προσκρούει σε εμπόδια, οι διαστάσεις των οποίων είναι της τάξης του μήκους του κύματος. Η π. συναντάται… … Dictionary of Greek
συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη … Dictionary of Greek
δυναμική — (Φυσ.). Η μελέτη της κίνησης των σωμάτων σε συσχετισμό με τις δυνάμεις που επενεργούν σε αυτά ή που ασκούν πίεση σε αυτά. Η δ. είναι ο κλάδος της μηχανικής που μελετά τις κινήσεις των σωμάτων σε σχέση με τα αίτια που τις προκαλούν. Διαφέρει από… … Dictionary of Greek
ευστάθεια — Στη ναυτική ορολογία είναι η ικανότητα ενός πλωτού μέσου ή σώματος που έχει καταδυθεί να επανέρχεται στην κανονική θέση ισορροπίας του όταν απομακρυνθεί από αυτή για μια οποιαδήποτε αιτία, όπως, για παράδειγμα, τα κύματα, οι μεταβολές και… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
ανίσωση — Μαθηματικός όρος που αναφέρεται σε μια ανισότητα που έχει μία ή περισσότερες μεταβλητές.Ας είναι f, g δύο τυχαίες πραγματικές συναρτήσεις μιας πραγματικής μεταβλητής με κοινό πεδίο ορισμού τους I (ένα υποσύνολο του συνόλου των πραγματικών… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
προβολή — Ο όρος χρησιμοποιείται στα μαθηματικά σε διάφορες περιπτώσεις, ιδιαίτερα μάλιστα στη γεωμετρία. 1. Αν ε, η είναι δύο ευθείες, όχι παράλληλες σε ένα επίπεδο Ε, τότε ονομάζεται προβολή ενός σημείου Μ του επιπέδου Ε πάνω στην ευθεία ε παράλληλα με… … Dictionary of Greek