-
1 число
число 1) о αριθμός 2) (дата) η ημερομηνία; какое сегодня \число? τι ημερομηνία έχουμε σήμερα; πόσες του μήνα έχουμε σήμερα; сегодня пятое \число σήμερα έχουμε πέντε του μήνα ◇ в·\числое... ανάμεσα σε...· один из \числоа... ένας απ' αυτούς...* * *с1) ο αριθμός2) ( дата) η ημερομηνίαкако́е сего́дня число́? — τι ημερομηνία έχουμε σήμερα; πόσες του μήνα έχουμε σήμερα
сего́дня пя́тое число́ — σήμερα έχουμε πέντε του μήνα
••в числе́... — ανάμεσα σε…
оди́н из числа́ — ένας απ'αυτούς…
-
2 мы
мы (нас, нам, нами, о нас) εμείς· мы готовы είμαστε έτοιμοι* нас не было дома δεν είμαστε σπίτι; у, нас есть... έχουμε....* у нас нет... δεν έχουμε...' не забывайте нас μη μας ξεχνάτε' дайте нам два билета δώστε μας δυο εισιτήρια' где нам выходить? ( από) πού πρέπει να βγούμε; приходите к нам ελάτε σ' εμάς' пойдёмте с нами ελάτε μαζί μας' вы довольны нами? Είστε ευχαριστημένοι από μας (или μαζί μας); это принадлежит нам αυτό μας ανήκει* он вам расскажет о нас θα σας μιλήσει για μας* * *(нас, нам, нами, о нас)мы гото́вы — είμαστε έτοιμοι
нас не́ было до́ма — δεν είμαστε σπίτι
у нас есть… — έχουμε…
у нас нет… — δεν έχουμε…
не забыва́йте нас — μη μας ξεχνάτε
да́йте нам два биле́та — δώστε μας δυο εισιτήρια
где нам выходи́ть? — (από) πού πρέπει να βγούμε
приходи́те к нам — ελάτε σ'εμάς
пойдёмте с на́ми — ελάτε μαζί μας
вы дово́льны на́ми? — είστε ευχαριστημένοι από μας (или μαζί μας)
э́то принадлежи́т нам — αυτό μας ανήκει
он вам расска́жет о нас — θα σας μιλήσει για μας
-
3 хороший
хорош||ийприл καλός:\хороший голос ἡ καλή φωνή· \хорошийая погода ὁ καλός καιρός· \хороший человек ὁ καλός ἄνθρωπος· все это \хорошийό, но... ὅλα αὐτά καλά ἀλλά....· как она \хорошийа (собой)! τί ὅμορφη πού εἶναι!· ◊ \хорошийό знакомый ὁ πολύ γνωστός· πο· \хорошийему μέ τό κοιλό· желаю вам всего́ \хорошийего! χαίρετε!, στό καλό!· \хорошийее дело! ирон. ὠραΐα δουλειά· ну и хорош! ирон. καλός κι αὐτός!· что \хорошийего? τί καλά νέα ἔχουμε;· ничего́ \хорошийего τίποτα τό καλό· \хорошийего понемногу ἀνάργια ἀνάργια τό φιλί νἄχει καί νοστιμάδα· мы с ним очень \хорошийи́ ἔχουμε μ' αὐτόν πολύ καλές σχέσεις, τά ἔχουμε πολύ καλά. -
4 вечер
вечер м 1) βράδυ по \вечерам τα βράδια 2) (мероприятие ) η βραδιά танцевальный \вечер η χοροεσπερίδα ли тературный \вечер η φιλολογική βραδιά· у нас сегодня \вечер έχουμε βραδιά απόψε ◇ добрый \вечер! καλησπέρα! вечерний βραδινός, εσπερινός νυχτερινός \вечерее платье το βραδινό φόρεμα, η βραδινή τουαλέτα \вечерие курсы η νυχτερινή σχολή \вечерие занятия τα νυχτερινά μαθήματα* * *м1) βράδυпо ве́чера́м — τα βράδια
2) ( мероприятие) η βραδιάтанцева́льный ве́чер — η χοροεσπερίδα
литерату́рный ве́чер — η φιλολογική βραδιά
у нас сего́дня ве́чер — έχουμε βραδιά απόψε
••до́брый ве́чер! — καλησπέρα!
-
5 видеться
видеться βλέπομαι, συναντιέμαι мы давно не \видетьсялись έχουμε καιρό να ιδοθούμε* * *βλέπομαι, συναντιέμαιмы давно́ не ви́детьсялись — έχουμε καιρό να ιδοθούμε
-
6 впереди
впереди 1. нареч. 1) (ε)μπ— ρός, μπροστά станем \впереди ας σταθούμε μπρος 2) (в буду щем): у нас \впереди ещё есть время έχουμε ακόμα καιρό 2. предлог μπροστά \впереди нас μπροστά μας; \впереди всех μπροστά απ'όλους* * *1. нареч.1) (ε)μπρός, μπροστάста́нем впереди́ — ας σταθούμε μπρος
2) ( в будущем)2. предлогу нас впереди́ ещё есть вре́мя — έχουμε ακόμα καιρό
впереди́ нас — μπροστά μας
впереди́ всех — μπροστά απ'όλους
-
7 градус
градус м 1) ο βαθμός сколько сегодня \градусов? πόσους βαθμούς (или τι θερμοκρασία) έχουμε σήμερα; 2) геогр. η μοίρα* * *м1) ο βαθμόςско́лько сего́дня гра́дусов? — πόσους βαθμούς ( или τιθερμοκρασία) έχουμε σήμερα
2) геогр. η μοίρα -
8 ещё
ещё в разн. знач. ακόμα, ακόμη \ещё раз άλλη μια φορά мы \ещё успеем... έχουμε καιρό ακόμη... я \ещё не готов δεν είμαι ακόμα έτοιμος \ещё нет όχι ακόμα \ещё вчера ακόμα και χτες дайте мне \ещё δώστε μου ακόμη ◇ \ещё бы! βέβαια!., αυτό έλειπε!* * *в разн. знач.ακόμα, ακόμηмы ещё успе́ем... — έχουμε καιρό ακόμη…
я ещё не гото́в — δεν είμαι ακόμα έτοιμος
ещё вчера́ — ακόμα και χτες
да́йте мне ещё — δώστε μου ακόμη
••ещё бы! — βέβαια!, αυτό έλειπε!
-
9 минус
минус м 1) мат. 4 μείον, πλην 2) (о температуре): сегодня \минус 20° С σήμερα έχουμε είκοσι ( βαθμούς) κάτω από το μηδέν Κελσίου* * *м1) мат. μείον, πλην2) ( о температуре)сего́дня ми́нус 20° С — σήμερα έχουμε είκοσι (βαθμούς) κάτω από το μηδέν Κελσίου
-
10 мороз
мороз м η παγωνιά, ο παγετός" сегодня десять градусов \мороза σήμερα έχουμε δέκα βαθμούς κάτω από το μηδέν* * *мη παγωνιά, ο παγετόςсего́дня де́сять гра́дусов моро́за — σήμερα έχουμε δέκα βαθμούς κάτω από το μηδέν
-
11 ниже
ниже 1. (сравн. ст. от низкий) χαμηλότερος 2. (сравн. ст. от низко) χαμηλότερα, πιο κάτω 3) (менее) κάτω από· сегодня 10 градусов \ниже нуля σήμερα έχουμε δέκα βαθμούς κάτω από το μηδέν* * *1. сравн. ст. от низкий 2. сравн. ст. от низкоχαμηλότερα, πιο κάτω3.( менее) κάτω απόсего́дня 10 гра́дусов ни́же нуля́ — σήμερα έχουμε δέκα βαθμούς κάτω από το μηδέν
-
12 плюс
плюс м 1) мат. το συν 2) (о температуре): сегодня \плюс десять градусов σήμερα έχουμε δέκα βαθμούς πάνω από το μηδέν* * *м1) мат. το συν2) ( о температуре)сего́дня плюс де́сять гра́дусов — σήμερα έχουμε δέκα βαθμούς πάνω από το μηδέν
-
13 тепло
I тепло Ι 1. нареч. θερμά, ζεστά* \тепло одеться φορώ (ила ντύνομαι) ζεστά* \тепло встретить кого-л. υποδέχομαι θερμά κάποιον 2, предик, κάνει ζέστη; сегодня \тепло σήμερα κάνει ζέστη; мне \тепло ζεσταίνομαι II тепло II с η ζέστη, η ζεστασιά; сегодня два градуса \теплоа σήμερα έχουμε δύο βαθμούς πάνω από το μηδέν держать в \теплое κρατώ στη ζεστασιά* * *I 1. нареч.θερμά, ζεστάтепло́ оде́ться — φορώ ( или ντύνομαι) ζεστά
2. предик.тепло́ встре́тить кого́-л. — υποδέχομαι θερμά κάποιον
сего́дня тепло́ — σήμερα κάνει ζέστη
II смне тепло́ — ζεσταίνομαι
η ζέστη, η ζεστασιάсего́дня два гра́дуса тепла́ — σήμερα έχουμε δύο βαθμούς πάνω από το μηδέν
держа́ть в тепле́ — κρατώ στη ζεστασιά
-
14 предстоять
предстоятьнесов:\предстоятьит трудное дело ἐχουμε νά κάνουμε δύσκολη δουλειά· нам \предстоятьит решить вопрос ἐχουμε νά λύσουμε ἕνα ζήτημα. -
15 далеко
далеко μακριά ещё \далеко ид ти? είναι ακόμα μακριά; έχου με πολύ δρόμο ακόμα; очень \далеко πολύ μακριά не очень \далеко όχι πολύ μακριά ◇ \далеко за полночь αργά μετά τα μεσάνυχτα* * *ещё далеко́ идти́? — είναι ακόμα μακριά; έχουμε πολύ δρόμο ακόμα
о́чень далеко́ — πολύ μακριά
не о́чень далеко́ — όχι πολύ μακριά
••далеко́ за́ полночь — αργά μετά τα μεσάνυχτα
-
16 благо
благ||о Iс τό καλό[ν], τό ἀγαθό[ν]:\благоа жизни τά ἀγαθά τῆς ζωῆς; на \благо народа γιά τό καλό τοῦ λαού; ◊ ни за какие \благоа в мире σέ καμμιά περίπτωση, ποτέ, οὐδέποτε; всех благ! καλή τύχη!, ὅλα τά καλά!бла́го IIсоюз ἀφοῦ, μια και:почитаем, бла́го есть время ἄς διαβάσουμε μιά καί ἐχουμε καιρό. -
17 век
векм1. (столетие) ὁ αἰώνας, ὁ αἰών. в девятнадцатом \веке στό δέκατο ἐνατο αίῶνα·2. (эпоха) ὁ αἰώνας, ἡ ἐποχή:золотой \век ὁ χρυσός αἰώνας, ὁ χρυσούς αἰών каменный \век ἡ λίθινη ἐποχἤ средние \века ὁ μεσαίωνας, οἱ μέσοι χρόνοι·3. (жизнь) разг ἡ ζωή:весь свой \век σ' ὅλη μου τή ζωή· на мой \век хватит ὀσο θά εἶμαι ζωντανός μοῦ φτάνει·4. (длительное время) разг ὁ πολύς καιρός:мы с тобой целый \век не видались ἐχουμε νά ἰδωθούμε χρόνια καί ζαμάνια· ◊ в кои-то веки разг ἐπί τέλους, ὕστερα ἀπό πολύ καιρό· на веки вечные γιά πάντα, στοός αίῶνες τῶν αίώνων· \век живи́, \век учись погов. γηράσκω ἀεί διδασκόμενος. -
18 взгляд
взглядм1. τό βλέμμα, ἡ ματιά:беглый \взгляд ἡ γρήγορη ματιά· пристальный \взгляд τό ἐπίμονο βλεμμα· устремить \взгляд ἀτενίζω, καρφώνω τό βλεμμα· бросить \взгляд на кого-л. ρίχνω μιά ματιά σέ κάποιον2. (точка зрения) ἡ γνώμη, ἡ ἄποψη [-ις]:политические \взгляды οἱ πολιτικές ἀπόψεις, τά πολιτικά φρονήματα· расходиться во \взглядах διίστανται οἱ ἀπόψεις μας, ἐχουμε διαφορετική γνώμη· на мой \взгляд κατά τή γνώμη μου· ◊ и а \взгляд ἀπ' ὀτι φαίνεται· на первый \взгляд ἐκ πρώτης ὀψεως· с первого \взгляда ἀπό τήν πρώτη ματιά. -
19 иметься
иметь||сянесов (переводится действит. формами глагола)1. ἔχω, ὑπάρχω:у них имеются билеты в театр ἔχουν εἰσιτήρια γιά τό θέατρο·2. безл ὑπάρχει, ὑπάρχουν:возражений не имеется δέν ὑπάρχουν ἀντιρρήσεις· ◊ \иметьсяся в виду́ ἔχουμε ὑπ' ὅψιν. -
20 мы
мы(нас, нам, нами) мест. личн. ἐμείς, ήμεϊς:мы с вами поедем вместе μαζί θά πᾶμε· у нас есть... Εχουμε..:в это время нас не бывает дома τήν ῶρα αὐτή δέν είμαστε σπίτι· нас это не устраивает αὐτό δέν μας συμφέρει (или δέν μας βολεύει)· приходите к нам ἐλᾶτε σέ μᾶς· работа сделана нами αὐτή τή δουλειά τήν ἐκάναμε ἐμεϊς· он говорит о нас μιλάει γιά μας.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
περίθλαση — Φυσικό φαινόμενο που οφείλεται στην απόκλιση ενός κύματος από την ευθύγραμμη διάδοση και παρατηρείται όταν το κύμα αυτό διέρχεται μέσω οπών ή προσκρούει σε εμπόδια, οι διαστάσεις των οποίων είναι της τάξης του μήκους του κύματος. Η π. συναντάται… … Dictionary of Greek
συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη … Dictionary of Greek
δυναμική — (Φυσ.). Η μελέτη της κίνησης των σωμάτων σε συσχετισμό με τις δυνάμεις που επενεργούν σε αυτά ή που ασκούν πίεση σε αυτά. Η δ. είναι ο κλάδος της μηχανικής που μελετά τις κινήσεις των σωμάτων σε σχέση με τα αίτια που τις προκαλούν. Διαφέρει από… … Dictionary of Greek
ευστάθεια — Στη ναυτική ορολογία είναι η ικανότητα ενός πλωτού μέσου ή σώματος που έχει καταδυθεί να επανέρχεται στην κανονική θέση ισορροπίας του όταν απομακρυνθεί από αυτή για μια οποιαδήποτε αιτία, όπως, για παράδειγμα, τα κύματα, οι μεταβολές και… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
ανίσωση — Μαθηματικός όρος που αναφέρεται σε μια ανισότητα που έχει μία ή περισσότερες μεταβλητές.Ας είναι f, g δύο τυχαίες πραγματικές συναρτήσεις μιας πραγματικής μεταβλητής με κοινό πεδίο ορισμού τους I (ένα υποσύνολο του συνόλου των πραγματικών… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
προβολή — Ο όρος χρησιμοποιείται στα μαθηματικά σε διάφορες περιπτώσεις, ιδιαίτερα μάλιστα στη γεωμετρία. 1. Αν ε, η είναι δύο ευθείες, όχι παράλληλες σε ένα επίπεδο Ε, τότε ονομάζεται προβολή ενός σημείου Μ του επιπέδου Ε πάνω στην ευθεία ε παράλληλα με… … Dictionary of Greek